ὀρεινόμος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oreinomos
|Transliteration C=oreinomos
|Beta Code=o)reino/mos
|Beta Code=o)reino/mos
|Definition=ον, ([[νέμω]] B) [[feeding on the hills]], δέλφακες <span class="bibl">Anaxil. 12</span> (codd. Ath., but [[ὀρειονόμους]] is prob. cj.); αἴξ <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.18.3</span>; [[mountam-ranging]], Κενταύρων γέννα <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>364</span> (lyr.); <b class="b3">ὀ. πλάνη</b> a roaming [[o'er the hills]], AP6.107 (Phil.).
|Definition=ὀρεινόμον, ([[νέμω]] B) [[feeding on the hills]], δέλφακες Anaxil. 12 (codd. Ath., but [[ὀρειονόμους]] is prob. cj.); αἴξ [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.18.3; [[mountam-ranging]], Κενταύρων γέννα E.''HF''364 (lyr.); <b class="b3">ὀ. πλάνη</b> a roaming [[o'er the hills]], AP6.107 (Phil.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεινόμος Medium diacritics: ὀρεινόμος Low diacritics: ορεινόμος Capitals: ΟΡΕΙΝΟΜΟΣ
Transliteration A: oreinómos Transliteration B: oreinomos Transliteration C: oreinomos Beta Code: o)reino/mos

English (LSJ)

ὀρεινόμον, (νέμω B) feeding on the hills, δέλφακες Anaxil. 12 (codd. Ath., but ὀρειονόμους is prob. cj.); αἴξ Thphr. HP 9.18.3; mountam-ranging, Κενταύρων γέννα E.HF364 (lyr.); ὀ. πλάνη a roaming o'er the hills, AP6.107 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 371] auf den Bergen weidend, wohnend; Κενταύρων γέννα, Eur. Herc. Fur. 364; Anaxil. bei Ath. IX, 374 e; πλάνη, Philp. 8 (VI, 107), das Durchirren der Berge.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui habite les montagnes;
2 qui paît sur les montagnes.
Étymologie: ὄρος, νέμω.

Russian (Dvoretsky)

ὀρεινόμος: бродящий по горам (Κενταύρων γέννα Eur.): ἡ πλάνη ὀ. Anth. скитание по горам.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεινόμος: -ον, (νέμω Β) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων βοσκόμενος, δέλφαξ Ἀναξίλας ἐν «Κίρκῃ» 1 (Meineke ὀρειονόμους)· ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη πλανώμενος, Κενταύρων γέννα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 364· πλάνη ὀρ., τὸ πλανᾶσθαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Ἀνθ. Π. 6. 107.

Greek Monolingual

ὀρεινόμος και ὀρειονόμος, και ὀρεσσινόμος, -ον (Α, Μ ὀρεσινόμος, -ον)
1. αυτός που βόσκει στα όρη («ὀρεινόμος αἴξ», Θεόφρ.)
2. αυτός που συνέβη στα όρη ή αυτός που περιπλανιέται στα όρη ή που αναφέρεται στην περιπλάνηση ανά τα όρη (α. «τάν τ' ὀρεινόμον ἀγρίων Κενταύρων γένναν», Ευρ.
β. «τὴν ὀρεινόμον πλάνην» — την περιπλάνηση ανά τα όρη, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρειο- / ὀρεσσι- (βλ.λ. όρος [II]) + -νόμος].

Greek Monotonic

ὀρεινόμος: -ον (νέμω Β), αυτός που περιφέρεται στα βουνά για να βοσκήσει, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὀρει-νόμος, ον, νέμω B]
mountain-ranging, Eur.