δευτέριος: Difference between revisions
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=defterios | |Transliteration C=defterios | ||
|Beta Code=deute/rios | |Beta Code=deute/rios | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of inferior quality]], [[οἶνος]] Nicoph.20 codd.; cf. [[δευτερίας]].<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">τὸ δ.</b> or τὰ δ. [[afterbirth]], Aq.''De.''28.57, prob. in Paul.Aeg.6.75.<br><span class="bld">3</span> = [[χόριον]], Steph.''in Hp.''2.463 D. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[secundario]], [[de repuesto]] ἀνέβη ἐπὶ τὸ [[ἅρμα]] τὸ δευτέριον αὐτοῦ [[LXX]] 1<i>Es</i>.1.29, ref. a rejas de arado <i>SB</i> 9406.277, 9409.7.104 (ambos III d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[de segunda calidad]], [[de calidad inferior]] δ. οἶνος aguapié</i>, vino de la segunda pisada</i> Nicopho 11, cf. Phot.δ 225, μέλι op. [[πρώτειος]] <i>PNess</i>.87.3 (VII d.C.), [[γάρος]] op. [[πρώτειος]] <i>PNess</i>.87.5 (VII d.C.).<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ δ.<br /><b class="num">1</b> medic. [[secundinas]] Aq.<i>De</i>.28.57.<br /><b class="num">2</b> econ., n. de un [[impuesto]], <i>SB</i> 7756.17 (IV d.C.). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δευτέριος''': -α, -ον, = δευτέρας ποιότητος, [[κατώτερος]], [[οἶνος]] Νικοφ. Χειρ. 6 ([[ἔνθα]] ὁ Λ. Δινδ. [[δευτερίας]]). 2) τὸ δευτέριον ἢ τὰ δευτέρια, τὸ [[ὕστερον]] (ἀκόλουθον) τῆς γέννας, Λατ. secundinae, Παῦλ. Αἰγ. 6. 75, πρβλ. [[χόριον]]. | |lstext='''δευτέριος''': -α, -ον, = δευτέρας ποιότητος, [[κατώτερος]], [[οἶνος]] Νικοφ. Χειρ. 6 ([[ἔνθα]] ὁ Λ. Δινδ. [[δευτερίας]]). 2) τὸ δευτέριον ἢ τὰ δευτέρια, τὸ [[ὕστερον]] (ἀκόλουθον) τῆς γέννας, Λατ. secundinae, Παῦλ. Αἰγ. 6. 75, πρβλ. [[χόριον]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δευτέριος]], -α, -ον (AM)<br /><b>1.</b> δεύτερης ποιότητας<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. ή πληθ. ως ουσ.) <i>το δευτέριον</i>, <i>τα δευτέρια</i><br />το ύστερο της [[γέννας]], το δερματώδες [[περίβλημα]] του εμβρύου που εξέρχεται [[μετά]] τον τοκετό. | |mltxt=[[δευτέριος]], -α, -ον (AM)<br /><b>1.</b> δεύτερης ποιότητας<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. ή πληθ. ως ουσ.) <i>το δευτέριον</i>, <i>τα δευτέρια</i><br />το ύστερο της [[γέννας]], το δερματώδες [[περίβλημα]] του εμβρύου που εξέρχεται [[μετά]] τον τοκετό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον,
A of inferior quality, οἶνος Nicoph.20 codd.; cf. δευτερίας.
2 τὸ δ. or τὰ δ. afterbirth, Aq.De.28.57, prob. in Paul.Aeg.6.75.
3 = χόριον, Steph.in Hp.2.463 D.
Spanish (DGE)
-α, -ον
I 1secundario, de repuesto ἀνέβη ἐπὶ τὸ ἅρμα τὸ δευτέριον αὐτοῦ LXX 1Es.1.29, ref. a rejas de arado SB 9406.277, 9409.7.104 (ambos III d.C.).
2 de segunda calidad, de calidad inferior δ. οἶνος aguapié, vino de la segunda pisada Nicopho 11, cf. Phot.δ 225, μέλι op. πρώτειος PNess.87.3 (VII d.C.), γάρος op. πρώτειος PNess.87.5 (VII d.C.).
II subst. τὸ δ.
1 medic. secundinas Aq.De.28.57.
2 econ., n. de un impuesto, SB 7756.17 (IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 553] zum Zweiten gehörig, von zweiter Qualität, Sp. Auch = vor., Nicoph. B. A. 89; – τὸ δ. u. τὰ δ., die Nachgeburt, Madic.
Greek (Liddell-Scott)
δευτέριος: -α, -ον, = δευτέρας ποιότητος, κατώτερος, οἶνος Νικοφ. Χειρ. 6 (ἔνθα ὁ Λ. Δινδ. δευτερίας). 2) τὸ δευτέριον ἢ τὰ δευτέρια, τὸ ὕστερον (ἀκόλουθον) τῆς γέννας, Λατ. secundinae, Παῦλ. Αἰγ. 6. 75, πρβλ. χόριον.
Greek Monolingual
δευτέριος, -α, -ον (AM)
1. δεύτερης ποιότητας
2. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως ουσ.) το δευτέριον, τα δευτέρια
το ύστερο της γέννας, το δερματώδες περίβλημα του εμβρύου που εξέρχεται μετά τον τοκετό.