σβεστήριος: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=svestirios
|Transliteration C=svestirios
|Beta Code=sbesth/rios
|Beta Code=sbesth/rios
|Definition=α, ον (ος, ον <span class="bibl">Ph.1.350</span>), serving to [[quench]] or [[put out]], <b class="b3">κωλύματα [πυρὸς] σ</b>. <span class="bibl">Th.7.53</span>: as [[substantive]], σβεστήρια τοῦ πυρός <span class="bibl">D.H.3.56</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cam.</span>34</span>, etc.: metaph., σ. κακοῦ φάρμακον <span class="bibl">Heraclit.<span class="title">All.</span>20</span>; <b class="b3">σ. ἰάματα</b> (for a fever) Orib.<span class="title">Eup.</span> 3.6.
|Definition=α, ον (ος, ον Ph.1.350), serving to [[quench]] or [[put out]], <b class="b3">κωλύματα [πυρὸς] σ.</b> Th.7.53: as [[substantive]], σβεστήρια τοῦ πυρός D.H.3.56, cf. Plu.''Cam.''34, etc.: metaph., σ. κακοῦ φάρμακον Heraclit.''All.''20; <b class="b3">σ. ἰάματα</b> (for a fever) Orib.''Eup.'' 3.6.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σβεστήριος Medium diacritics: σβεστήριος Low diacritics: σβεστήριος Capitals: ΣΒΕΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: sbestḗrios Transliteration B: sbestērios Transliteration C: svestirios Beta Code: sbesth/rios

English (LSJ)

α, ον (ος, ον Ph.1.350), serving to quench or put out, κωλύματα [πυρὸς] σ. Th.7.53: as substantive, σβεστήρια τοῦ πυρός D.H.3.56, cf. Plu.Cam.34, etc.: metaph., σ. κακοῦ φάρμακον Heraclit.All.20; σ. ἰάματα (for a fever) Orib.Eup. 3.6.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui sert à éteindre ; τὸ σβεστήριον moyen d'éteindre.
Étymologie: σβεστήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σβεστήριος -α -ον [σβέννυμι] voor het blussen, tot blussen dienend; subst. blusmiddel.

German (Pape)

zum Löschen, Auslöschen gehörig, dazu dienlich; σβεστήρια κωλύματα, Thuc. 7.53, gegen das Feuer; vgl. Plut. Camill. 34; Dion.Hal. 3.56.

Russian (Dvoretsky)

σβεστήριος: огнетушительный: σβεστήρια κωλύματα Thuc. средства тушения огня.

Greek (Liddell-Scott)

σβεστήριος: -α, -ον, ὁ χρησιμεύων εἰς κατάσβεσιν, κατάλληλος πρὸς κατάσβεσιν, κωλύματα [πυρὸς] σβ. Θουκ. 7. 53· καὶ ὡς οὐσιαστ., σβεστήρια τοῦ πυρὸς Διον. Ἁλ. 3. 56, Πλουτ. Κάμιλλ. 34, κτλ.· μεταφορ., σβ. κακοῦ φάρμακον Ἡρακλείτ. Ἀλληγ. Ὁμ.· - ὡσαύτως σβεστικός, ή, όν, Ἀριστ. Προβλ. 23. 15, Θεοφρ. π. Πυρὸς 59.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και -ία, Α
1. κατάλληλος ή χρήσιμος για σβήσιμο
2. μτφ. καταπραϋντικός («σβεστήριον κακοῦ φάρμακον», Ηράκλειτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ- του αορ. ἔσβεσ(σ)α του σβέννυμι + επίθημα -τήριος (πρβλ. δραστήριος)].

Greek Monotonic

σβεστήριος: -α, -ον, αυτός που χρησιμεύει στην κατάσβεση της πυρκαγιάς, κατασβεστικός, σε Θουκ.

Middle Liddell

σβεστήριος, η, ον
serving to quench fire, Thuc.