κυδιάω: Difference between revisions

From LSJ

δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely

Source
m (Text replacement - " . ." to "…")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kydiao
|Transliteration C=kydiao
|Beta Code=kudia/w
|Beta Code=kudia/w
|Definition=Ep. Verb, only pres. and impf., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bear oneself proudly, exult</b>, in Il. always in Ep. part. <b class="b3">κυδιόων</b>, <span class="bibl">2.579</span>, <span class="bibl">21.519</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>170</span>; of a horse, <span class="bibl">Il.6.509</span>: c. dat., <b class="b2">exult in</b>, κυδιόων λαοῖσι <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>27</span>; εὐφροσύνῃ… κυδιόωσι <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>30.13</span>: Iterat. κυδιάασκον <span class="bibl">A.R.4.978</span>, <span class="bibl">Q.S.13.418</span>.</span>
|Definition=Ep. Verb, only pres. and impf., [[bear oneself proudly]], [[exult]], in Il. always in Ep. part. [[κυδιόων]], 2.579, 21.519, cf. ''h.Cer.''170; of a horse, Il.6.509: c. dat., [[exult in]], κυδιόων λαοῖσι Hes.''Sc.''27; εὐφροσύνῃ… κυδιόωσι ''h.Hom.''30.13: Iterat. κυδιάασκον A.R.4.978, Q.S.13.418.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1524.png Seite 1524]] sich rühmen, prahlen, stolz einhergehen; gew, im partic. praes. absol., Il. 21, 519; κυδιόων ὅτι πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν 2, 578, stolz seiend, weil; auch vom Pferde, κυδιόων, [[ὑψοῦ]] δὲ [[κάρη]] ἔχει 6, 509. 15, 266; κυδιάουσαι H. h. 4, 170; – auch τινί, stolz sein auf Etwas, sich womit rühmen, Hes. Sc. 27; vom Ochsen, τὸν βρεγμῷ κυδιόωντα Sam. 2 (VI, 116); – κυδιάεις braucht erst Coluth. 179; αἳ μέγα κυδιάασκον Qu. Sm. 13, 418.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1524.png Seite 1524]] sich rühmen, prahlen, stolz einhergehen; gew, im partic. praes. absol., Il. 21, 519; κυδιόων ὅτι πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν 2, 578, stolz seiend, weil; auch vom Pferde, κυδιόων, [[ὑψοῦ]] δὲ [[κάρη]] ἔχει 6, 509. 15, 266; κυδιάουσαι H. h. 4, 170; – auch τινί, stolz sein auf Etwas, sich womit rühmen, Hes. Sc. 27; vom Ochsen, τὸν βρεγμῷ κυδιόωντα Sam. 2 (VI, 116); – κυδιάεις braucht erst Coluth. 179; αἳ μέγα κυδιάασκον Qu. Sm. 13, 418.
}}
{{ls
|lstext='''κῡδιάω''': ([[κῦδος]]) Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., φέρομαι ὑπερηφάνως, βαίνω ὑπερηφάνως, γαυριῶ, [[ὑπερηφανεύομαι]], ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε κατ’ Ἐπικ. μετοχ. κυδιόων, Φ. 519, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 170· ἐπὶ ἵππου, Ἰλ. Ζ. 509., Ο. 266· κυδιόων ὅτι... Β. 579· [[ὑπερηφανεύομαι]] ἐπί τινι, κυδιόων λαοῖσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 27· εὐφροσύνῃ... κυδιόωσιν Ὕμν. Ὁμ. 30. 13· ― παρατ. κυδιάασκον, Κόϊντ. Σμ. 13. 418· πρβλ. [[κυδρόομαι]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf. itér.</i><br />être orgueilleux, se vanter : [[ὅτι]] IL de ce que ; <i>en parl. d’un cheval</i> faire le beau, être fier.<br />'''Étymologie:''' [[κῦδος]].
|btext=<i>seul. prés. et impf. itér.</i><br />être orgueilleux, se vanter : [[ὅτι]] IL de ce que ; <i>en parl. d'un cheval</i> [[faire le beau]], [[être fier]].<br />'''Étymologie:''' [[κῦδος]].
}}
}}
{{lsm
{{elnl
|lsmtext='''κῡδιάω:''' Επικ. γʹ πληθ. <i>κυδιόωσιν</i>, μτχ. <i>κυδιάων</i>· ([[κῦδος]]) μόνο στον ενεστ. και παρατ., φέρομαι περήφανα, [[περηφανεύομαι]], [[πανηγυρίζω]], θριαμβολογώ, σε Ομήρ. Ιλ.
|elnltext=κυδιάω [κῦδος] ep. ptc. κυδιόων, stralend zijn.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κῡδιάω:''' (только praes.) быть преисполненным гордости, гордиться (οἱ μὲν χωόμενοι, οἱ δὲ [[μέγα]] κυδιόωντες Hom.): [[κυδιόων]] τινί Hes. гордящийся чем-л.; [[κυδιόων]], ὅτι πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν Hom. (Агамемнон) гордый тем, что блеском затмевал всех героев.
|elrutext='''κῡδιάω:''' (только praes.) быть преисполненным гордости, гордиться (οἱ μὲν χωόμενοι, οἱ δὲ [[μέγα]] κυδιόωντες Hom.): [[κυδιόων]] τινί Hes. гордящийся чем-л.; [[κυδιόων]], ὅτι πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν Hom. (Агамемнон) гордый тем, что блеском затмевал всех героев.
}}
}}
{{elnl
{{lsm
|elnltext=κυδιάω [κῦδος] ep. ptc. κυδιόων, stralend zijn.
|lsmtext='''κῡδιάω:''' Επικ. γʹ πληθ. <i>κυδιόωσιν</i>, μτχ. <i>κυδιάων</i>· ([[κῦδος]]) μόνο στον ενεστ. και παρατ., φέρομαι περήφανα, [[περηφανεύομαι]], [[πανηγυρίζω]], θριαμβολογώ, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{ls
|lstext='''κῡδιάω''': ([[κῦδος]]) Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., φέρομαι ὑπερηφάνως, βαίνω ὑπερηφάνως, γαυριῶ, [[ὑπερηφανεύομαι]], ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε κατ’ Ἐπικ. μετοχ. κυδιόων, Φ. 519, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 170· ἐπὶ ἵππου, Ἰλ. Ζ. 509., Ο. 266· κυδιόων ὅτι... Β. 579· [[ὑπερηφανεύομαι]] ἐπί τινι, κυδιόων λαοῖσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 27· εὐφροσύνῃ... κυδιόωσιν Ὕμν. Ὁμ. 30. 13· ― παρατ. κυδιάασκον, Κόϊντ. Σμ. 13. 418· πρβλ. [[κυδρόομαι]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῡδιάω, [[κῦδος]] only in pres. and imperf.]<br />to [[bear]] [[oneself]] [[proudly]], go [[proudly]] [[along]], [[exult]], Il.
|mdlsjtxt=κῡδιάω, [[κῦδος]] only in pres. and imperf.]<br />to [[bear]] [[oneself]] [[proudly]], go [[proudly]] [[along]], [[exult]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡδῐάω Medium diacritics: κυδιάω Low diacritics: κυδιάω Capitals: ΚΥΔΙΑΩ
Transliteration A: kydiáō Transliteration B: kydiaō Transliteration C: kydiao Beta Code: kudia/w

English (LSJ)

Ep. Verb, only pres. and impf., bear oneself proudly, exult, in Il. always in Ep. part. κυδιόων, 2.579, 21.519, cf. h.Cer.170; of a horse, Il.6.509: c. dat., exult in, κυδιόων λαοῖσι Hes.Sc.27; εὐφροσύνῃ… κυδιόωσι h.Hom.30.13: Iterat. κυδιάασκον A.R.4.978, Q.S.13.418.

German (Pape)

[Seite 1524] sich rühmen, prahlen, stolz einhergehen; gew, im partic. praes. absol., Il. 21, 519; κυδιόων ὅτι πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν 2, 578, stolz seiend, weil; auch vom Pferde, κυδιόων, ὑψοῦ δὲ κάρη ἔχει 6, 509. 15, 266; κυδιάουσαι H. h. 4, 170; – auch τινί, stolz sein auf Etwas, sich womit rühmen, Hes. Sc. 27; vom Ochsen, τὸν βρεγμῷ κυδιόωντα Sam. 2 (VI, 116); – κυδιάεις braucht erst Coluth. 179; αἳ μέγα κυδιάασκον Qu. Sm. 13, 418.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. itér.
être orgueilleux, se vanter : ὅτι IL de ce que ; en parl. d'un cheval faire le beau, être fier.
Étymologie: κῦδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυδιάω [κῦδος] ep. ptc. κυδιόων, stralend zijn.

Russian (Dvoretsky)

κῡδιάω: (только praes.) быть преисполненным гордости, гордиться (οἱ μὲν χωόμενοι, οἱ δὲ μέγα κυδιόωντες Hom.): κυδιόων τινί Hes. гордящийся чем-л.; κυδιόων, ὅτι πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν Hom. (Агамемнон) гордый тем, что блеском затмевал всех героев.

Greek Monotonic

κῡδιάω: Επικ. γʹ πληθ. κυδιόωσιν, μτχ. κυδιάων· (κῦδος) μόνο στον ενεστ. και παρατ., φέρομαι περήφανα, περηφανεύομαι, πανηγυρίζω, θριαμβολογώ, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κῡδιάω: (κῦδος) Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., φέρομαι ὑπερηφάνως, βαίνω ὑπερηφάνως, γαυριῶ, ὑπερηφανεύομαι, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε κατ’ Ἐπικ. μετοχ. κυδιόων, Φ. 519, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 170· ἐπὶ ἵππου, Ἰλ. Ζ. 509., Ο. 266· κυδιόων ὅτι... Β. 579· ὑπερηφανεύομαι ἐπί τινι, κυδιόων λαοῖσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 27· εὐφροσύνῃ... κυδιόωσιν Ὕμν. Ὁμ. 30. 13· ― παρατ. κυδιάασκον, Κόϊντ. Σμ. 13. 418· πρβλ. κυδρόομαι.

Middle Liddell

κῡδιάω, κῦδος only in pres. and imperf.]
to bear oneself proudly, go proudly along, exult, Il.