προέλκω: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proelko | |Transliteration C=proelko | ||
|Beta Code=proe/lkw | |Beta Code=proe/lkw | ||
|Definition= | |Definition=[[draw]], [[drag forth]], Ael.''VH''4.15: metaph., [[lead on]], [[entice]], τὸ μειράκιον εἰς πότον J.''AJ''15.3.3:—Med., <b class="b3">προελκυσάμενον τὴν ἐσθῆτα</b> [[having drawn]] it [[over his head]], Sch.[[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''245: metaph., [[lead on]], <b class="b3">τοὺς κυνηγέτας π. οἱ κύνες</b> ib.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προ- | |elnltext=προ-έλκω en προ-ελκύω naar buiten slepen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
draw, drag forth, Ael.VH4.15: metaph., lead on, entice, τὸ μειράκιον εἰς πότον J.AJ15.3.3:—Med., προελκυσάμενον τὴν ἐσθῆτα having drawn it over his head, Sch.S.Aj.245: metaph., lead on, τοὺς κυνηγέτας π. οἱ κύνες ib.7.
German (Pape)
[Seite 719] (s. ἕλκω), vorziehen, Ael. V. H. 4, 15.
Greek (Liddell-Scott)
προέλκω: μέλλ. -ελκύσω [ῠ], ἕλκω, σύρω πρὸς τὰ ἐμπρὸς, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4, 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 3, 3. ― Μέσ., προελκυσάμενον τὴν ἐσθῆτα, «τὴν κεφαλὴν κρυψάμενον» Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 245.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
νεοελλ.
ναυτ. μεθορμίζω ή προσορμίζω πλοίο τραβώντας σχοινιά δεμένα στην ξηρά ή σε άλλα αγκυροβολημένα πλοία
μσν.-αρχ.
τραβώ, σύρω προς τα εμπρός ή προς τα έξω
αρχ.
παρασύρω, παρακινώ με τεχνάσματα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-έλκω en προ-ελκύω naar buiten slepen.