πρόστυπος: Difference between revisions
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prostypos | |Transliteration C=prostypos | ||
|Beta Code=pro/stupos | |Beta Code=pro/stupos | ||
|Definition= | |Definition=πρόστυπον,<br><span class="bld">A</span> [[executed in low relief]], opp. [[ἔκτυπος]] (in high relief), Callix.2, Plin. ''HN''35.152.<br><span class="bld">2</span> Subst., [[πρόστυποι]], [[οἱ]], of the Cherubim, J.''AJ''3.6.5.<br><span class="bld">II</span> [[lying flat]], φύλλα Dsc.4.10. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0784.png Seite 784]] in halb erhabener Arbeit gemacht, bas-relief, im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0784.png Seite 784]] in halb erhabener Arbeit gemacht, bas-relief, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ἔκτυπος]], haut-relief, oder dem περιφανῆ τετορνευμένα, Ath. V, 199 e; – dah. übh. anliegend, φύλλα, Diosc. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
πρόστυπον,
A executed in low relief, opp. ἔκτυπος (in high relief), Callix.2, Plin. HN35.152.
2 Subst., πρόστυποι, οἱ, of the Cherubim, J.AJ3.6.5.
II lying flat, φύλλα Dsc.4.10.
German (Pape)
[Seite 784] in halb erhabener Arbeit gemacht, bas-relief, im Gegensatz von ἔκτυπος, haut-relief, oder dem περιφανῆ τετορνευμένα, Ath. V, 199 e; – dah. übh. anliegend, φύλλα, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πρόστῠπος: -ον, ἐξειργασμένος ἐν ἀναγλύφῳ οὐχὶ πολὺ ἐξέρχοντι (Ἰταλ. Basso relievo), ἀντίθετ. τῷ ἔκτυπος (ἐν ἀναγλύφῳ λίαν ἐξέχοντι, Ἰταλ. altro r.), Ἀθήν. 199Ε. 2) ὡς οὐσιαστ., πρόστυποι, οἱ, ἐπὶ τῶν Χερουβείμ, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 5· μικρὸν κατωτέρω χρῆται τῷ προστυπεῖς, πρβλ. Γαλην. 14. 710· πρβλ. πρότυπα, τά. ΙΙ. ὁ κείμενος πλατύς, φύλλα Διοσκ. 4. 10.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρόστυπος, -ον, ΝΑ τύπος
1. αυτός που έχει ανάγλυφη επιφάνεια στην οποία οι μορφές εξέχουν ελαφρώς από το βάθος
2. φρ. «πρόστυπη διακόσμηση» — είδος ανάγλυφης διακόσμησης της οποίας οι μορφές εξέχουν ελαφρώς από την χαραγμένη επιφάνεια και της οποίας χαρακτηριστικά δείγματα είναι οι λίθινες ταφικές στήλες που ανακαλύφθηκαν στους ταφικούς κύκλους τών Μυκηνών
αρχ.
1. ο προστυπής
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) oἱ πρόστυποι
προσωνυμία τών Χερουβείμ.