λυσιτόκος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(Bailly1_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lysitokos | |Transliteration C=lysitokos | ||
|Beta Code=lusito/kos | |Beta Code=lusito/kos | ||
|Definition= | |Definition=λυσιτόκον,<br><span class="bld">A</span> [[loosing the pains of child-birth]], θέαινα [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 41.166.<br><span class="bld">II</span> Pass. λῡσίτοκος, [[set free by birth]], <b class="b3">θάλαμοι λ.</b>, i.e. eggs that have been laid, Opp.''C.''3.128. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[ῡῐ] ος, ον :<br />dont le petit <i>ou</i> dont l'œuf est sorti OPP <i>C.</i> 3.128.<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[τόκος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῡσιτόκος''': -ον, λύουσα τοὺς πόνους ἢ τὰς ὠδῖνας τοῦ τοκετοῦ, [[θέαινα]] Νόνν. Δ. 41. 166. ΙΙ. Παθ., λῡσίτοκος, ἀπελευθερωθεὶς διὰ τοῦ τοκετοῦ, θάλαμοι λ., δηλ. ᾠὰ τεχθέντα, Ὀππ. Κυν. 3. 128. | |lstext='''λῡσιτόκος''': -ον, λύουσα τοὺς πόνους ἢ τὰς ὠδῖνας τοῦ τοκετοῦ, [[θέαινα]] Νόνν. Δ. 41. 166. ΙΙ. Παθ., λῡσίτοκος, ἀπελευθερωθεὶς διὰ τοῦ τοκετοῦ, θάλαμοι λ., δηλ. ᾠὰ τεχθέντα, Ὀππ. Κυν. 3. 128. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[λυσιτόκος]], -ον (Α)<br />αυτός που απαλλάσσει από τις [[ωδίνες]] του τοκετού («[[λυσιτόκος]] [[θέαινα]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), [[πρβλ]]. [[κουροτόκος]], [[πρωτοτόκος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
λυσιτόκον,
A loosing the pains of child-birth, θέαινα Nonn. D. 41.166.
II Pass. λῡσίτοκος, set free by birth, θάλαμοι λ., i.e. eggs that have been laid, Opp.C.3.128.
French (Bailly abrégé)
[ῡῐ] ος, ον :
dont le petit ou dont l'œuf est sorti OPP C. 3.128.
Étymologie: λύω, τόκος.
Greek (Liddell-Scott)
λῡσιτόκος: -ον, λύουσα τοὺς πόνους ἢ τὰς ὠδῖνας τοῦ τοκετοῦ, θέαινα Νόνν. Δ. 41. 166. ΙΙ. Παθ., λῡσίτοκος, ἀπελευθερωθεὶς διὰ τοῦ τοκετοῦ, θάλαμοι λ., δηλ. ᾠὰ τεχθέντα, Ὀππ. Κυν. 3. 128.
Greek Monolingual
λυσιτόκος, -ον (Α)
αυτός που απαλλάσσει από τις ωδίνες του τοκετού («λυσιτόκος θέαινα», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. κουροτόκος, πρωτοτόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].