ἐπισημειόομαι: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=episimeioomai | |Transliteration C=episimeioomai | ||
|Beta Code=e)pishmeio/omai | |Beta Code=e)pishmeio/omai | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> = [[ἐπισημαίνομαι]], [[distinguish]], [[observe]], τὸ ἀνίσχον ζῴδιον S.E.''M.''5.68; [[κρότῳ]] by applause, Plu.2.235c([[nisi legendum|nisi leg.]]-σημην-).<br><span class="bld">2</span>. [[observe]], [[remark]], ὅτι.. Asp.''in EN''139.6, cf.Anon.Lond.21.21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br />marquer son approbation, approuver, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], σημειόομαι. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπισημειόομαι''': Μέσ. = ἐπισημαίνομαι, [[διακρίνω]], παρατηρῶ, τὸ ἀνίσχον [[ζῴδιον]] Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 68· [[ἐγκρίνω]], ἐπαινῶ, ἐπιδοκιμάζω, ἐπισημειωσαμένων κρότῳ τὸ [[ἔθος]], ἐπιδοκιμασάντων διὰ χειροκροτήσεως τὸ [[ἔθος]], Πλούτ. 235C. | |lstext='''ἐπισημειόομαι''': Μέσ. = ἐπισημαίνομαι, [[διακρίνω]], παρατηρῶ, τὸ ἀνίσχον [[ζῴδιον]] Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 68· [[ἐγκρίνω]], ἐπαινῶ, ἐπιδοκιμάζω, ἐπισημειωσαμένων κρότῳ τὸ [[ἔθος]], ἐπιδοκιμασάντων διὰ χειροκροτήσεως τὸ [[ἔθος]], Πλούτ. 235C. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπισημειόομαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[отмечать]], [[различать]] (τὸ ἀνίσχον, ''[[sc.]]'' [[σημεῖον]] Sext.);<br /><b class="num">2</b> [[выражать одобрение]], [[одобрять]] (κρότῳ τι Plut.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
A = ἐπισημαίνομαι, distinguish, observe, τὸ ἀνίσχον ζῴδιον S.E.M.5.68; κρότῳ by applause, Plu.2.235c(nisi leg.-σημην-).
2. observe, remark, ὅτι.. Asp.in EN139.6, cf.Anon.Lond.21.21.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
marquer son approbation, approuver, acc..
Étymologie: ἐπί, σημειόομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισημειόομαι: Μέσ. = ἐπισημαίνομαι, διακρίνω, παρατηρῶ, τὸ ἀνίσχον ζῴδιον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 68· ἐγκρίνω, ἐπαινῶ, ἐπιδοκιμάζω, ἐπισημειωσαμένων κρότῳ τὸ ἔθος, ἐπιδοκιμασάντων διὰ χειροκροτήσεως τὸ ἔθος, Πλούτ. 235C.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισημειόομαι:
1 отмечать, различать (τὸ ἀνίσχον, sc. σημεῖον Sext.);
2 выражать одобрение, одобрять (κρότῳ τι Plut.).