συμπαίκτης: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sympaiktis | |Transliteration C=sympaiktis | ||
|Beta Code=sumpai/kths | |Beta Code=sumpai/kths | ||
|Definition= | |Definition=συμπαίκτου, Dor. [[συμπαίκτας]], ὁ, = [[συμπαιστής]], ''AP''5.213 (Mel.):—fem. [[συμπαίκτρια]], ἡ, Ant.Lib.21.1; [[συμπαίκτειρα]], Orph. ''H.''29.9.<br><span class="bld">2</span> in Lat. form [[senpectas]] (acc. pl.), = [[consolers]], ''Benedicti Regula Monachorum'' 27, ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0984.png Seite 984]] ὁ, der Mitspielende, Mel. 97 (V, 214). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0984.png Seite 984]] ὁ, der Mitspielende, Mel. 97 (V, 214). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμπαίκτης -ου, ὁ, Dor. acc. συμπαίκτᾱν, zie [[συμπαιστής]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπαίκτης:''' ου ὁ Anth. = [[συμπαίκτωρ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[συμπαίκτρια]], ΝΜΑ, και συμπαίχτης και τ. θηλ. συμπαίχτρια Ν, και δωρ. τ. συμπαίκτας και ποιητ. τ. θηλ. [[συμπαίκτειρα]] Α<br />αυτός που παίρνει [[μέρος]] σε [[παιχνίδι]] [[μαζί]] με άλλους, [[καθένας]] από εκείνους που μετέχουν στο ίδιο [[παιχνίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συνεργάζεται με κάποιον ή κάποιους άλλους στην [[εξαπάτηση]] ενός τρίτου. | |mltxt=ο, θηλ. [[συμπαίκτρια]], ΝΜΑ, και συμπαίχτης και τ. θηλ. συμπαίχτρια Ν, και δωρ. τ. συμπαίκτας και ποιητ. τ. θηλ. [[συμπαίκτειρα]] Α<br />αυτός που παίρνει [[μέρος]] σε [[παιχνίδι]] [[μαζί]] με άλλους, [[καθένας]] από εκείνους που μετέχουν στο ίδιο [[παιχνίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συνεργάζεται με κάποιον ή κάποιους άλλους στην [[εξαπάτηση]] ενός τρίτου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
συμπαίκτου, Dor. συμπαίκτας, ὁ, = συμπαιστής, AP5.213 (Mel.):—fem. συμπαίκτρια, ἡ, Ant.Lib.21.1; συμπαίκτειρα, Orph. H.29.9.
2 in Lat. form senpectas (acc. pl.), = consolers, Benedicti Regula Monachorum 27, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 984] ὁ, der Mitspielende, Mel. 97 (V, 214).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμπαίκτης -ου, ὁ, Dor. acc. συμπαίκτᾱν, zie συμπαιστής.
Russian (Dvoretsky)
συμπαίκτης: ου ὁ Anth. = συμπαίκτωρ.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαίκτης: -ου, ὁ, ὁ συμπαίζων μετά τινος, πρβλ. συμπαίκτωρ, συμπαιστὴς Ἀνθ. Π. 5. 214· ― θηλ. συμπαίκτρια, ἡ, Ἀντών. Λιβερ. 21, κτλ· συμπαίκτειρα Ὀρφ. Ὕμν. 28. 9.
Greek Monolingual
ο, θηλ. συμπαίκτρια, ΝΜΑ, και συμπαίχτης και τ. θηλ. συμπαίχτρια Ν, και δωρ. τ. συμπαίκτας και ποιητ. τ. θηλ. συμπαίκτειρα Α
αυτός που παίρνει μέρος σε παιχνίδι μαζί με άλλους, καθένας από εκείνους που μετέχουν στο ίδιο παιχνίδι
αρχ.
αυτός που συνεργάζεται με κάποιον ή κάποιους άλλους στην εξαπάτηση ενός τρίτου.