ἀντιδωρέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antidoreomai
|Transliteration C=antidoreomai
|Beta Code=a)ntidwre/omai
|Beta Code=a)ntidwre/omai
|Definition=[[present in return]], <b class="b3">ἀ. τινά τινι</b> one [[with]] a thing, <span class="bibl">Hdt.2.30</span>; <b class="b3">τινί τι</b> a thing [[to]] one, θεοὶ δέ σοι ἐσθλῶν ἀμοιβὰς ἀντιδωρησαίατο <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span> 159</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthphr.</span>14e</span>; [[offer instead]] τούτου ἐφιέμενος ἀ. ἄλλο <span class="bibl">Arist. <span class="title">EN</span>1159b14</span>.
|Definition=[[present in return]], <b class="b3">ἀ. τινά τινι</b> one [[with]] a thing, Hdt.2.30; <b class="b3">τινί τι</b> a thing [[to]] one, θεοὶ δέ σοι ἐσθλῶν ἀμοιβὰς ἀντιδωρησαίατο E.''Hel.'' 159, cf. Pl.''Euthphr.''14e; [[offer instead]] τούτου ἐφιέμενος ἀ. ἄλλο [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1159b14.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδωρέομαι Medium diacritics: ἀντιδωρέομαι Low diacritics: αντιδωρέομαι Capitals: ΑΝΤΙΔΩΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: antidōréomai Transliteration B: antidōreomai Transliteration C: antidoreomai Beta Code: a)ntidwre/omai

English (LSJ)

present in return, ἀ. τινά τινι one with a thing, Hdt.2.30; τινί τι a thing to one, θεοὶ δέ σοι ἐσθλῶν ἀμοιβὰς ἀντιδωρησαίατο E.Hel. 159, cf. Pl.Euthphr.14e; offer instead τούτου ἐφιέμενος ἀ. ἄλλο Arist.EN1159b14.

Spanish (DGE)

regalar a cambio, remunerar, corresponder c. ac. de pers. y dat. de cosa ὁ δέ σφεας τῷδε ἀντιδωρέεται Hdt.2.30, αὐτὸν ... ἄλλοις τε πολλοῖς καὶ γῇ I.Ap.1.110
c. dat. de pers. y ac. de cosa θεοὶ δέ σοι ἐσθλῶν ἀμοιβὰς ἀντιδωρησαίατο E.Hel.159, en v. pas. ταῦτα ἐκείνοις ἀντιδωρεῖσθαι Pl.Euthphr.14e
sólo c. ac. ofrecer, dar a cambio χρήματα Pl.Lg.938a, τούτου ἐφιέμενος ἀ. ἄλλο Arist.EN 1159b14, abs. X.Cyr.5.4.32
pagar en v. pas. οὐκ ἀντεδωρήθης PBon.5.4.17 (III/IV d.C.), cf. 5.10.10
c. ac. de pers. devolver τοὺς αἰχμαλώτους Plb.1.83.8, 3.28.3.

German (Pape)

[Seite 252] dagegen schenken, vergelten, Her. 2, 80; τινί, Plat. Euthyphr. 14 e u. sonst.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
faire don en échange ou en retour.
Étymologie: ἀντί, δωρέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδωρέομαι: дарить в ответ (τι Arst.; τινί τι Eur., Plat. и τινά τινι Her., Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδωρέομαι: ἀποθ., παρέχω τι ὡς δωρεὰν ἀντὶ ἐκείνου ὅπερ ἔλαβον ὁ δέ σφεας τῷδε ἀντιδωρέεται, ἔνθα ἡ δοτ. σημαίνει τὸ πρᾶγμα, Ἡρόδ. 2. 30, Πλάτ., κτλ.· ὡσαύτως, τινί τι, πρᾶγμά τι εἴς τινα, ὡς ἀνταμοιβὴν καλῆς πράξεως, θεοὶ δέ σοι ἐσθλῶν ἀμοιβὰς ἀντιδωρησαίατο Εὐρ. Ἑλ. 159, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 14Ε· ματὰ τοῦ τι μόνον, οὗ γὰρ τυγχάνει τις ἐνδεὴς ὤν, τούτου ἐφιέμενος ἀντιδωρεῖται ἄλλο Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 6.

Greek Monotonic

ἀντιδωρέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., δωρίζω σε αντάλλαγμα, τινά τινι, κάποιον με κάτι, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, ἀντ. τινί τι, δωρίζω κάτι σε ανταπόδοση προς κάποιον, σε Ευρ.

Middle Liddell


Dep. to present in return, τινά τινι one with a thing, Hdt., Plat., etc.; also, ἀντ. τινί τι to present a thing in turn to one, Eur.