υἱωνός: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yionos
|Transliteration C=yionos
|Beta Code=ui(wno/s
|Beta Code=ui(wno/s
|Definition=ὁ, [[grandson]], <span class="bibl">Il.2.666</span>, <span class="bibl">Od. 24.515</span>, <span class="bibl">Theoc.17.23</span>, <span class="title">IG</span>5(1).1450 (Messene, i A. D.), <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>261.7</span> (i A.D.), <span class="title">SIG</span>829<span class="title">A</span> (Delph., ii A. D.), <span class="bibl">Plu.<span class="title">Publ.</span>14</span>, etc.:—fem. υἱωνή, ἡ, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>1.22.1</span>; less Att. than [[ὑϊδοῦς]] and [[ὑϊδῆ]], Moer.<span class="bibl">p.379</span> P., Thom. Mag.<span class="bibl">p.362</span> R.
|Definition=ὁ, [[grandson]], Il.2.666, Od. 24.515, Theoc.17.23, ''IG''5(1).1450 (Messene, i A. D.), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''261.7 (i A.D.), ''SIG''829''A'' (Delph., ii A. D.), Plu.''Publ.''14, etc.:—fem. [[υἱωνή]], ἡ, J.''BJ''1.22.1; less Att. than [[ὑϊδοῦς]] and [[ὑϊδῆ]], Moer.p.379 P., Thom. Mag.p.362 R.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />petit-fils.<br />'''Étymologie:''' [[υἱός]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[petit-fils]].<br />'''Étymologie:''' [[υἱός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ὑωνός]] και [[υἱωνεύς]], -έως, ὁ, θηλ. [[υἱωνή]], ΜΑ, και ως θηλ. [[υἱωνός]], ἡ, Μ<br />ο [[εγγονός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υἱος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωνός</i>, που μαρτυρείται και σε ονόματα ζώων και πτηνών (<b>πρβλ.</b> <i>οἰ</i>-<i>ωνός</i>, <i>χελ</i>-<i>ώνη</i>) και προσδίδει στη λ. μεγεθυντική, αυξητική σημ. (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>grand</i>-<i>son</i> «[[εγγονός]]»). Ο τ. <i>υἱώνεῖς</i>, που παραδίδει ο Ησύχιος, [[είναι]] αναλογικός με τον πληθ. <i>υἱεῖς</i>].
|mltxt=και [[ὑωνός]] και [[υἱωνεύς]], -έως, ὁ, θηλ. [[υἱωνή]], ΜΑ, και ως θηλ. [[υἱωνός]], ἡ, Μ<br />ο [[εγγονός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υἱος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωνός</i>, που μαρτυρείται και σε ονόματα ζώων και πτηνών ([[πρβλ]]. [[οἰωνός]], [[χελώνη]]) και προσδίδει στη λ. μεγεθυντική, αυξητική σημ. (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>grand</i>-<i>son</i> «[[εγγονός]]»). Ο τ. <i>υἱώνεῖς</i>, που παραδίδει ο Ησύχιος, [[είναι]] αναλογικός με τον πληθ. <i>υἱεῖς</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: υἱωνός Medium diacritics: υἱωνός Low diacritics: υιωνός Capitals: ΥΙΩΝΟΣ
Transliteration A: hyiōnós Transliteration B: huiōnos Transliteration C: yionos Beta Code: ui(wno/s

English (LSJ)

ὁ, grandson, Il.2.666, Od. 24.515, Theoc.17.23, IG5(1).1450 (Messene, i A. D.), POxy.261.7 (i A.D.), SIG829A (Delph., ii A. D.), Plu.Publ.14, etc.:—fem. υἱωνή, ἡ, J.BJ1.22.1; less Att. than ὑϊδοῦς and ὑϊδῆ, Moer.p.379 P., Thom. Mag.p.362 R.

German (Pape)

[Seite 1176] ὁ, Sohnes Sohn, Enkel; Hom. Il. 2, 666 Od. 24, 514; Plut. Popl. 14 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
petit-fils.
Étymologie: υἱός.

English (Autenrieth)

grandson.

Greek Monolingual

και ὑωνός και υἱωνεύς, -έως, ὁ, θηλ. υἱωνή, ΜΑ, και ως θηλ. υἱωνός, ἡ, Μ
ο εγγονός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υἱος + επίθημα -ωνός, που μαρτυρείται και σε ονόματα ζώων και πτηνών (πρβλ. οἰωνός, χελώνη) και προσδίδει στη λ. μεγεθυντική, αυξητική σημ. (πρβλ. αγγλ. grand-son «εγγονός»). Ο τ. υἱώνεῖς, που παραδίδει ο Ησύχιος, είναι αναλογικός με τον πληθ. υἱεῖς].

Greek Monotonic

υἱωνός: -οῦ, ὁ (υἱός), εγγονός, σε Όμηρ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

υἱωνός:внук Hom., Plut.

Middle Liddell

υἱωνός, οῦ, ὁ, υἱός
a grandson, Hom., Plut.