καχέκτης: Difference between revisions
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
m (LSJ1 replacement) |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kachektis | |Transliteration C=kachektis | ||
|Beta Code=kaxe/kths | |Beta Code=kaxe/kths | ||
|Definition= | |Definition=καχέκτου, ὁ, ([[κακός]], [[ἕξις]])<br><span class="bld">A</span> [[in a bad habit of body]], Dsc.2.2, Gal.6.213, 12.321.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[disaffected]] in a [[political]] sense, Plb.1.68.10, 28.17.12, Cic.''Att.''1.14.6, Nech.in ''Cat.Cod.Astr.''7.142. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1409.png Seite 1409]] ὁ (ὃς κακῶς ἔχει), der sich übel befindet, zunächst vom üblen Zustande des Leibes u. der Gesundheit, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1409.png Seite 1409]] ὁ (ὃς κακῶς ἔχει), der sich übel befindet, zunächst vom üblen Zustande des Leibes u. der Gesundheit, <span class="ggns">Gegensatz</span> von ὑγιαίνων, Pol. 18, 15, 12; dann vom Geiste u. der Gesinnung, übelgesinnt, neben [[στασιώδης]] 1, 68, 10, öfter. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰχέκτης:''' ου adj. m<br /><b class="num">1</b> [[находящийся в плохом состоянии]], [[болезненный]] Polyb.;<br /><b class="num">2</b> [[злонамеренный]] (κ. καὶ [[στασιώδης]] Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καχέκτης]], ὁ, θηλ. καχέκτις (Α)<br /><b>1.</b> [[καχεκτικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καχέκται καὶ στασιώδεις» ή «καχέκται καὶ κινητικοί» — δυσαρεστημένοι με το [[πολίτευμα]] ή με την [[πολιτική]] [[κατάσταση]] και έτοιμοι να προκαλέσουν στάσεις και πολιτικές μεταβολές (<b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καχ</i>(<i>ο</i>)- ([[πρβλ]]. <i>κακ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>έκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>, [[πρβλ]]. μέλλ. <i>ἕξω</i>) με [[τροπή]] του -<i>κ</i>- σε -<i>χ</i>- προ δασέος φθόγγου ([[πρβλ]]. [[ευέκτης]], [[πλεονέκτης]])]. | |mltxt=[[καχέκτης]], ὁ, θηλ. καχέκτις (Α)<br /><b>1.</b> [[καχεκτικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καχέκται καὶ στασιώδεις» ή «καχέκται καὶ κινητικοί» — δυσαρεστημένοι με το [[πολίτευμα]] ή με την [[πολιτική]] [[κατάσταση]] και έτοιμοι να προκαλέσουν στάσεις και πολιτικές μεταβολές (<b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καχ</i>(<i>ο</i>)- ([[πρβλ]]. <i>κακ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>έκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>, [[πρβλ]]. μέλλ. <i>ἕξω</i>) με [[τροπή]] του -<i>κ</i>- σε -<i>χ</i>- προ δασέος φθόγγου ([[πρβλ]]. [[ευέκτης]], [[πλεονέκτης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
καχέκτου, ὁ, (κακός, ἕξις)
A in a bad habit of body, Dsc.2.2, Gal.6.213, 12.321.
2 metaph., disaffected in a political sense, Plb.1.68.10, 28.17.12, Cic.Att.1.14.6, Nech.in Cat.Cod.Astr.7.142.
German (Pape)
[Seite 1409] ὁ (ὃς κακῶς ἔχει), der sich übel befindet, zunächst vom üblen Zustande des Leibes u. der Gesundheit, Gegensatz von ὑγιαίνων, Pol. 18, 15, 12; dann vom Geiste u. der Gesinnung, übelgesinnt, neben στασιώδης 1, 68, 10, öfter.
Russian (Dvoretsky)
κᾰχέκτης: ου adj. m
1 находящийся в плохом состоянии, болезненный Polyb.;
2 злонамеренный (κ. καὶ στασιώδης Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
κᾰχέκτης: -ου, ὁ, (κακός, ἕξις, ἔχω), ἐν κακῇ σωματικῇ καταστάσει ὤν, ὁ ἀσθενικός, ἀντίθετ. ὁ ὑγιής, ὁ εὐέκτης, οὕτω παρὰ Πολυβ. 18. 15, 12, οἱ καχέκται καὶ οἱ ὑγιαίνοντες ἀντιτίθενται· πολιτικῶς, κακῶς, δυσμενῶς διατεθειμένος, δυσηρεστημένος, διὸ συνάπτονται, καχέκται καὶ στασιώδεις 1. 68, 10· καχέκται καὶ κινητικοὶ 1. 68, 10.
Greek Monolingual
καχέκτης, ὁ, θηλ. καχέκτις (Α)
1. καχεκτικός
2. φρ. «καχέκται καὶ στασιώδεις» ή «καχέκται καὶ κινητικοί» — δυσαρεστημένοι με το πολίτευμα ή με την πολιτική κατάσταση και έτοιμοι να προκαλέσουν στάσεις και πολιτικές μεταβολές (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο)- (πρβλ. κακο-) + -έκτης (< ἔχω, πρβλ. μέλλ. ἕξω) με τροπή του -κ- σε -χ- προ δασέος φθόγγου (πρβλ. ευέκτης, πλεονέκτης)].