ἑρσήεις: Difference between revisions

From LSJ

πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech

Source
(14)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ersieis
|Transliteration C=ersieis
|Beta Code=e(rsh/eis
|Beta Code=e(rsh/eis
|Definition=Ep. ἐερσ- (Dor. ἑρσάεις <span class="title">Hymn.Is.</span>167), εσσα, εν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dewy</b>, λωτόν θ' ἑρσήεντα <span class="bibl">Il.14.348</span> ; λειμών <span class="title">AP</span>9.668.3 (Marian.) : metaph., of a corpse, οἷον ἐερσήεις κεῖται <b class="b2">fresh</b>, <span class="bibl">Il.24.419</span> ; <b class="b3">νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ πρόσφατος..κεῖσαι</b> ib.<span class="bibl">757</span>.</span>
|Definition=Ep. [[ἐερσήεις]] (Dor. [[ἑρσάεις]] ''Hymn.Is.''167), εσσα, εν, [[dewy]], λωτόν θ' ἑρσήεντα Il.14.348; λειμών ''AP''9.668.3 (Marian.): metaph., of a corpse, οἷον ἐερσήεις κεῖται [[fresh]], Il.24.419; <b class="b3">νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ πρόσφατος..κεῖσαι</b> ib.757.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1035.png Seite 1035]] εσσα, εν, ep. auch [[ἐερσήεις]], thauig, bethaut, saftig, frisch, [[λωτός]] Il. 14, 348; übertr. vom getödteten Hektor, [[ἑρσήεις]] καὶ [[πρόσφατος]] κεῖσαι 24, 757, οἷον [[ἐερσήεις]] κεῖται 419, noch frisch, eben gestorben, nicht in Verwesung übergegangen; [[κύπειρος]] H. h. Merc. 107; [[λειμών]] Mar. Schol. 2 (IX, 668); [[οὔρεα]] Anyt. 8 (Plan. 231).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1035.png Seite 1035]] εσσα, εν, ep. auch [[ἐερσήεις]], thauig, bethaut, saftig, frisch, [[λωτός]] Il. 14, 348; übertr. vom getödteten Hektor, [[ἑρσήεις]] καὶ [[πρόσφατος]] κεῖσαι 24, 757, οἷον [[ἐερσήεις]] κεῖται 419, noch frisch, eben gestorben, nicht in Verwesung übergegangen; [[κύπειρος]] H. h. Merc. 107; [[λειμών]] Mar. Schol. 2 (IX, 668); [[οὔρεα]] Anyt. 8 (Plan. 231).
}}
{{bailly
|btext=<i>et</i> [[ἐερσήεις]];<br />ήεσσα, ῆεν;<br />[[couvert de rosée]], [[baigné de rosée]].<br />'''Étymologie:''' [[ἕρση]] et [[ἐέρση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑρσήεις:''' и [[ἐερσήεις]], ήεσσα, ῆεν, gen. εντος<br /><b class="num">1</b> [[покрытый росой]], [[росистый]] ([[λωτός]] Hom.; [[κύπειρος]] HH; [[λειμών]] Anth.);<br /><b class="num">2</b> словно умытый росой, т. е. свежий, не подвергшийся тлению (ἐ. καὶ [[πρόσφατος]] χεῖται Hom. - о теле убитого Гектора).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑρσήεις''': Ἐπικ. ἐερσ-, εσσα, εν, [[δροσερός]], [[πλήρης]] δρόσου, λωτὸν ἑρσήεντα Ἰλ. Ξ. 348˙ λειμὼν Ἀνθ. Π. 9. 668, κτλ˙ μεταφ. ἐπὶ πτώματος, [[οἷον]] ἐερσήεις κεῖται, [[δροσερός]], Ἰλ. Ω. 419˙ νῦν δέ μοι [[ἑρσήεις]] καὶ [[πρόσφατος]] ἐν μεγάροισι κεῖσαι, περὶ τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Ἕκτορος, [[αὐτόθι]] 757.
|lstext='''ἑρσήεις''': Ἐπικ. ἐερσ-, εσσα, εν, [[δροσερός]], [[πλήρης]] δρόσου, λωτὸν ἑρσήεντα Ἰλ. Ξ. 348˙ λειμὼν Ἀνθ. Π. 9. 668, κτλ˙ μεταφ. ἐπὶ πτώματος, [[οἷον]] ἐερσήεις κεῖται, [[δροσερός]], Ἰλ. Ω. 419˙ νῦν δέ μοι [[ἑρσήεις]] καὶ [[πρόσφατος]] ἐν μεγάροισι κεῖσαι, περὶ τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Ἕκτορος, [[αὐτόθι]] 757.
}}
{{bailly
|btext=<i>et</i> [[ἐερσήεις]];<br />ήεσσα, ῆεν;<br />couvert de rosée, baigné de rosée.<br />'''Étymologie:''' [[ἕρση]] et [[ἐέρση]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑρσήεις]], -εσσα, -εν και επικ. τ. [[ἐερσήεις]], -εσσα, -εν και δωρ. ἑρσάεις, -εσσα, -εν (Α) [[έρση]]<br /><b>1.</b> [[δροσερός]], ολόδρομος («[[ἑρσήεις]] [[λειμών]]»)<br /><b>2.</b> (για [[πτώμα]]) αυτός που [[μόλις]] πέθανε, αυτός που δεν έχει υποστεί [[ακόμη]] [[σήψη]], ο [[νωπός]], ο [[πρόσφατος]].
|mltxt=[[ἑρσήεις]], -εσσα, -εν και επικ. τ. [[ἐερσήεις]], -εσσα, -εν και δωρ. ἑρσάεις, -εσσα, -εν (Α) [[έρση]]<br /><b>1.</b> [[δροσερός]], ολόδρομος («[[ἑρσήεις]] [[λειμών]]»)<br /><b>2.</b> (για [[πτώμα]]) αυτός που [[μόλις]] πέθανε, αυτός που δεν έχει υποστεί [[ακόμη]] [[σήψη]], ο [[νωπός]], ο [[πρόσφατος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑρσήεις:''' Επικ. ἐερσ-, -εσσα, -εν, δροσοσκέπαστος, [[δροσερός]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για [[πτώμα]], [[νέος]], [[πρόσφατος]], στο ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἔρσα]]<br />[[dewy]], dew-besprent, Il.: metaph. of a [[corpse]], [[fresh]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρσήεις Medium diacritics: ἑρσήεις Low diacritics: ερσήεις Capitals: ΕΡΣΗΕΙΣ
Transliteration A: hersḗeis Transliteration B: hersēeis Transliteration C: ersieis Beta Code: e(rsh/eis

English (LSJ)

Ep. ἐερσήεις (Dor. ἑρσάεις Hymn.Is.167), εσσα, εν, dewy, λωτόν θ' ἑρσήεντα Il.14.348; λειμών AP9.668.3 (Marian.): metaph., of a corpse, οἷον ἐερσήεις κεῖται fresh, Il.24.419; νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ πρόσφατος..κεῖσαι ib.757.

German (Pape)

[Seite 1035] εσσα, εν, ep. auch ἐερσήεις, thauig, bethaut, saftig, frisch, λωτός Il. 14, 348; übertr. vom getödteten Hektor, ἑρσήεις καὶ πρόσφατος κεῖσαι 24, 757, οἷον ἐερσήεις κεῖται 419, noch frisch, eben gestorben, nicht in Verwesung übergegangen; κύπειρος H. h. Merc. 107; λειμών Mar. Schol. 2 (IX, 668); οὔρεα Anyt. 8 (Plan. 231).

French (Bailly abrégé)

et ἐερσήεις;
ήεσσα, ῆεν;
couvert de rosée, baigné de rosée.
Étymologie: ἕρση et ἐέρση.

Russian (Dvoretsky)

ἑρσήεις: и ἐερσήεις, ήεσσα, ῆεν, gen. εντος
1 покрытый росой, росистый (λωτός Hom.; κύπειρος HH; λειμών Anth.);
2 словно умытый росой, т. е. свежий, не подвергшийся тлению (ἐ. καὶ πρόσφατος χεῖται Hom. - о теле убитого Гектора).

Greek (Liddell-Scott)

ἑρσήεις: Ἐπικ. ἐερσ-, εσσα, εν, δροσερός, πλήρης δρόσου, λωτὸν ἑρσήεντα Ἰλ. Ξ. 348˙ λειμὼν Ἀνθ. Π. 9. 668, κτλ˙ μεταφ. ἐπὶ πτώματος, οἷον ἐερσήεις κεῖται, δροσερός, Ἰλ. Ω. 419˙ νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ πρόσφατος ἐν μεγάροισι κεῖσαι, περὶ τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Ἕκτορος, αὐτόθι 757.

English (Autenrieth)

εσσα, ἐερσήεις (ϝέρση): dewy, fresh, Il. 14.348, Il. 24.419, 757.

Greek Monolingual

ἑρσήεις, -εσσα, -εν και επικ. τ. ἐερσήεις, -εσσα, -εν και δωρ. ἑρσάεις, -εσσα, -εν (Α) έρση
1. δροσερός, ολόδρομος («ἑρσήεις λειμών»)
2. (για πτώμα) αυτός που μόλις πέθανε, αυτός που δεν έχει υποστεί ακόμη σήψη, ο νωπός, ο πρόσφατος.

Greek Monotonic

ἑρσήεις: Επικ. ἐερσ-, -εσσα, -εν, δροσοσκέπαστος, δροσερός, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για πτώμα, νέος, πρόσφατος, στο ίδ.

Middle Liddell

[from ἔρσα
dewy, dew-besprent, Il.: metaph. of a corpse, fresh, Il.