στομφάζω: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(6_13b)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stomfazo
|Transliteration C=stomfazo
|Beta Code=stomfa/zw
|Beta Code=stomfa/zw
|Definition=(στόμφος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mouth, rant, vaunt</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>721</span> (anap.), <span class="title">Com.Adesp.</span>1011. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">speak a broad dialect</b>, <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>1.6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> = [[αἱμωδιάω]], Jo.Sic. in <span class="bibl">Rh.6.225</span> W.</span>
|Definition=([[στόμφος]])<br><span class="bld">A</span> [[mouth]], [[rant]], [[vaunt]], Ar.''V.''721 (anap.), ''Com.Adesp.''1011.<br><span class="bld">2</span> [[speak a broad dialect]], Hermog.''Id.''1.6.<br><span class="bld">3</span> = [[αἱμωδιάω]], Jo.Sic. in Rh.6.225 W.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0948.png Seite 948]] das Maul im Reden vollnehmen, großprahlen, Ar. Vesp. 721, wo der Schol. στομφάσαι durch ἀλαζονεύεσθαι erkl.; auch von breiter Aussprache, = [[πλατειάζω]], Hermogen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0948.png Seite 948]] das Maul im Reden vollnehmen, großprahlen, Ar. Vesp. 721, wo der Schol. στομφάσαι durch ἀλαζονεύεσθαι erkl.; auch von breiter Aussprache, = [[πλατειάζω]], Hermogen.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[parler avec emphase]];<br /><b>2</b> [[parler en ouvrant largement la bouche]].<br />'''Étymologie:''' [[στόμφαξ]].
}}
{{elnl
|elnltext=στομφάζω [στόμφος] [[bombastisch spreken]], [[een hoge toon aanslaan]].
}}
{{elru
|elrutext='''στομφάζω:''' [[напыщенно говорить]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στομφάζω''': μέλλ. -άσω, ([[στόμφος]]) ὁμιλῶ μὲ τὸ [[στόμα]] πλῆρες, καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, Ἀριστοφ. Σφ. 721. 2) ὁμιλῶ διάλεκτον τραχεῖαν, ἄξεστον, Ἑρμογέν. ἐν Ρήτορσι (Walz) 3. 224. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στομφάσαι· στομφολογῆσαι. κομπάσαι. ἀλαζονεύεσθαι», πρβλ. ἑπόμ.
|lstext='''στομφάζω''': μέλλ. -άσω, ([[στόμφος]]) ὁμιλῶ μὲ τὸ [[στόμα]] πλῆρες, καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, Ἀριστοφ. Σφ. 721. 2) ὁμιλῶ διάλεκτον τραχεῖαν, ἄξεστον, Ἑρμογέν. ἐν Ρήτορσι (Walz) 3. 224. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στομφάσαι· στομφολογῆσαι. κομπάσαι. ἀλαζονεύεσθαι», πρβλ. ἑπόμ.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[στόμφος]]<br />[[μιλώ]] με στόμφο, [[στομφολογώ]], [[καυχιέμαι]], [[κομπάζω]], [[μεγαληγορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλώ]] με γεμάτο, με μπουκωμένο [[στόμα]]<br /><b>2.</b> [[χρησιμοποιώ]] τραχιά, άξεστη διάλεκτο<br /><b>3.</b> [[αισθάνομαι]] [[μούδιασμα]] στο [[στόμα]], όπως όταν [[τρώω]] [[κάτι]] [[ξινό]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στομφάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[στόμφος]]), φωνασκώ, [[κομπορρημονώ]], [[καυχιέμαι]], σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στομφάζω]], fut. -άσω [[στόμφος]]<br />to [[mouth]], [[rant]], [[vaunt]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομφάζω Medium diacritics: στομφάζω Low diacritics: στομφάζω Capitals: ΣΤΟΜΦΑΖΩ
Transliteration A: stompházō Transliteration B: stomphazō Transliteration C: stomfazo Beta Code: stomfa/zw

English (LSJ)

(στόμφος)
A mouth, rant, vaunt, Ar.V.721 (anap.), Com.Adesp.1011.
2 speak a broad dialect, Hermog.Id.1.6.
3 = αἱμωδιάω, Jo.Sic. in Rh.6.225 W.

German (Pape)

[Seite 948] das Maul im Reden vollnehmen, großprahlen, Ar. Vesp. 721, wo der Schol. στομφάσαι durch ἀλαζονεύεσθαι erkl.; auch von breiter Aussprache, = πλατειάζω, Hermogen.

French (Bailly abrégé)

1 parler avec emphase;
2 parler en ouvrant largement la bouche.
Étymologie: στόμφαξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στομφάζω [στόμφος] bombastisch spreken, een hoge toon aanslaan.

Russian (Dvoretsky)

στομφάζω: напыщенно говорить Arph.

Greek (Liddell-Scott)

στομφάζω: μέλλ. -άσω, (στόμφος) ὁμιλῶ μὲ τὸ στόμα πλῆρες, καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, Ἀριστοφ. Σφ. 721. 2) ὁμιλῶ διάλεκτον τραχεῖαν, ἄξεστον, Ἑρμογέν. ἐν Ρήτορσι (Walz) 3. 224. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στομφάσαι· στομφολογῆσαι. κομπάσαι. ἀλαζονεύεσθαι», πρβλ. ἑπόμ.

Greek Monolingual

ΝΑ στόμφος
μιλώ με στόμφο, στομφολογώ, καυχιέμαι, κομπάζω, μεγαληγορώ
αρχ.
1. μιλώ με γεμάτο, με μπουκωμένο στόμα
2. χρησιμοποιώ τραχιά, άξεστη διάλεκτο
3. αισθάνομαι μούδιασμα στο στόμα, όπως όταν τρώω κάτι ξινό.

Greek Monotonic

στομφάζω: μέλ. -άσω (στόμφος), φωνασκώ, κομπορρημονώ, καυχιέμαι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

στομφάζω, fut. -άσω στόμφος
to mouth, rant, vaunt, Ar.