δειμός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=deimos
|Transliteration C=deimos
|Beta Code=deimo/s
|Beta Code=deimo/s
|Definition=ὁ, ([[δέος]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fear]], [[terror]], δειμόν τινα ἀναπλάσσειν <span class="bibl">J.<span class="title">Ap.</span>2.34</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[Δεῖμος]], ὁ, personified as accompanying [[Φόβος]], [[Ἔρις]], [[Γοργώ]], etc., <span class="bibl">Il. 4.44c</span>, <span class="bibl">1.37</span>, <span class="bibl">15.119</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>934</span>.</span>
|Definition=ὁ, ([[δέος]])<br><span class="bld">A</span> [[fear]], [[terror]], δειμόν τινα ἀναπλάσσειν J.''Ap.''2.34.<br><span class="bld">II</span> [[Δεῖμος]], ὁ, personified as accompanying [[Φόβος]], [[Ἔρις]], [[Γοργώ]], etc., Il. 4.44c, 1.37, 15.119, Hes.''Th.''934.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 10:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειμός Medium diacritics: δειμός Low diacritics: δειμός Capitals: ΔΕΙΜΟΣ
Transliteration A: deimós Transliteration B: deimos Transliteration C: deimos Beta Code: deimo/s

English (LSJ)

ὁ, (δέος)
A fear, terror, δειμόν τινα ἀναπλάσσειν J.Ap.2.34.
II Δεῖμος, ὁ, personified as accompanying Φόβος, Ἔρις, Γοργώ, etc., Il. 4.44c, 1.37, 15.119, Hes.Th.934.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Alolema(s): Δεῖμος Hsch.
1 miedo, terror ὁ μὲν δειμῶν ἐπιγινομένων ἀφίσταται Chrysipp.Stoic.3.123.
2 ὁ Δ. personif. Terror hijo de Ares y Afrodita Il.4.440, 11.37, 15.119, Hes.Th.934, Sc.195, 463, Plu.2.763c, I.Ap.2.248, Q.S.5.29, 11.13, Nonn.D.2.415, Hsch.
hijo de Pólemo, Sud.
padre de Escila, Semus 22.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
épouvante.
Étymologie: δείδω ; cf. δεῖμα.

Greek Monolingual

δειμός και Δεῖμος, ο (Α)
1. δειμός
ο τρόμος
2. Δεῖμος
η προσωποποίηση του τρόμου («Κυθέρεια Φόβον καὶ Δεῖμον ἔτικτε δεινούς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του δείμα, σχηματισμένος με το επίθημα -μος, που χρησιμοποιείται για τα έμψυχα, σε αντίθεση προς το -μα, που είναι για τα αντικείμενα ή δηλώνει το αποτέλεσμα μιας πράξεως].

Greek Monotonic

δειμός: ὁ (δέος), φόβος, τρόμος, πανικός· προσωποποιημένο, Δεῖμος, υπηρέτης του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

δέος
1. fear, terror:— personified Δεῖμος, Il.
2. contr. for δέον neut. part., v. δεῖ III.