ἐκφαυλίζω: Difference between revisions
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
(Bailly1_2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekfavlizo | |Transliteration C=ekfavlizo | ||
|Beta Code=e)kfauli/zw | |Beta Code=e)kfauli/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[depreciate]], [[disparage]], [[pour contempt on]], J.''AJ''2.14.1, al., Arr.''An.''1.13.6, Luc.''Merc.Cond.''11, Hld.10.12; τινὰ τῆς ὀργῆς J. ''AJ''5.8.6; [[reject with scorn]], Ael.''VH''9.41, ''NA''4.37 (Pass.): c. inf., [[disdain]] to do, ib.11.31. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[menospreciar]], [[desdeñar]] τὸν οἶκον τοῦ Ισραηλ [[LXX]] <i>Iu</i>.14.5, τοὺς μικροὺς τῶν ἰχθύων Ath.358f, θυγατέρα τὴν σήν Hld.10.12.1, cf. 31.4, τοὺς Μωυσέος λόγους I.<i>AI</i> 2.293, τὴν δύναμιν ... αὐτῶν I.<i>AI</i> 6.98, σμικρὸν ῥεῦμα -οὕτω τῷ ὀνόματι τὸν Γράνικον ἐκφαυλίσας- riachuelo -con ese nombre menospreciaba al río Gránico-</i> Arr.<i>An</i>.1.13.6, τι τῶν λεγομένων Luc.<i>Merc.Cond</i>.11, cf. <i>Rh.Pr</i>.18, Ael.<i>VH</i> 9.41, τοὺς Ἀθηναίους ... ἐκφαυλίζων D.L.6.1<br /><b class="num">•</b>c. inf. τὸν ἄλογον ... ἰάσασθαι Ael.<i>NA</i> 11.31, en v. pas. τὰ ἐκφαυλισθέντα (ᾠά) huevos desdeñados, e.d. no empollados</i> Ael.<i>NA</i> 4.37. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0784.png Seite 784]] schlecht machen, verkleinern, verschmähen, τί, Luc. merc. cond. 11 u. a. Sp.; τινός, Ios. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0784.png Seite 784]] schlecht machen, verkleinern, verschmähen, τί, Luc. merc. cond. 11 u. a. Sp.; τινός, Ios. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=déprécier, acc. ; ἐκφ. ποιεῖν τι ÉL dédaigner de faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[φαῦλος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκφαυλίζω:''' [[порочить]] или [[порицать]] (τι τῶν λεγομένων Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκφαυλίζω''': [[ὑποβιβάζω]], [[ἐξευτελίζω]], περιφρονῶ, θεωρῶ ἀνάξιον λόγου, Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόν. 11· [[ἀπορρίπτω]] τι ὡς μὴ καλόν, Αἰλ. π. Ζ. 4. 37· μετ᾿ ἀπαρεμ., ἀπαξιῶ νὰ πράξω τι, οὐδὲ ἐξεφαύλισε τὸν ἄλογον καὶ ἄφωνον (δηλ. ἵππον) ἰάσασθαι [[αὐτόθι]] 11. 31. | |lstext='''ἐκφαυλίζω''': [[ὑποβιβάζω]], [[ἐξευτελίζω]], περιφρονῶ, θεωρῶ ἀνάξιον λόγου, Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόν. 11· [[ἀπορρίπτω]] τι ὡς μὴ καλόν, Αἰλ. π. Ζ. 4. 37· μετ᾿ ἀπαρεμ., ἀπαξιῶ νὰ πράξω τι, οὐδὲ ἐξεφαύλισε τὸν ἄλογον καὶ ἄφωνον (δηλ. ἵππον) ἰάσασθαι [[αὐτόθι]] 11. 31. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=(AM [[ἐκφαυλίζω]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] [[κάτι]] ή κάποιον φαύλο, ευτελή, χειρότερο από [[ηθική]] [[άποψη]], [[εξευτελίζω]], [[διαφθείρω]], [[εξαχρειώνω]], [[εκφυλίζω]]<br />«η [[φτώχεια]] εκφαυλίζει τους ανθρώπους»<br />«[[έπειτα]] από [[κάθε]] πόλεμο τα ήθη εκφαυλίζονται»<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[περιφρονώ]], [[θεωρώ]] ανάξιο λόγου<br />(«[[θρησκεία]] τῶν Ἀγαρηνῶν ἐγὼ τὴν [[ἐκφαυλίζω]], συντάσσομαι μὲ τὸν Χριστόν», Διγ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απορρίπτω]] [[κάτι]] ως [[κακό]] ή άχρηστο («τὰ ἐκφαυλισθέντα τούτοις τροφὴν παρατίθησι», Αιλ.)<br /><b>2.</b> (με απρφ.) [[απαξιώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («οὐδὲ ἐξεφαύλισε τὸν ἄλογον καὶ ἄφωνον (ἵππον) ἰάσασθαι», Αιλ.)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[ανίσχυρος]], δεν έχω [[δύναμη]] («ἡ τῶν ἰατρῶν ἐκπεφαύλισται [[κρίσις]]», Φιλής). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκφαυλίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[υποτιμώ]], [[θεωρώ]] [[κάτι]] ανάξιο λόγου, [[απαξιώ]], σε Λουκ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. [[Attic]] ιῶ<br />to [[depreciate]], Luc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
depreciate, disparage, pour contempt on, J.AJ2.14.1, al., Arr.An.1.13.6, Luc.Merc.Cond.11, Hld.10.12; τινὰ τῆς ὀργῆς J. AJ5.8.6; reject with scorn, Ael.VH9.41, NA4.37 (Pass.): c. inf., disdain to do, ib.11.31.
Spanish (DGE)
menospreciar, desdeñar τὸν οἶκον τοῦ Ισραηλ LXX Iu.14.5, τοὺς μικροὺς τῶν ἰχθύων Ath.358f, θυγατέρα τὴν σήν Hld.10.12.1, cf. 31.4, τοὺς Μωυσέος λόγους I.AI 2.293, τὴν δύναμιν ... αὐτῶν I.AI 6.98, σμικρὸν ῥεῦμα -οὕτω τῷ ὀνόματι τὸν Γράνικον ἐκφαυλίσας- riachuelo -con ese nombre menospreciaba al río Gránico- Arr.An.1.13.6, τι τῶν λεγομένων Luc.Merc.Cond.11, cf. Rh.Pr.18, Ael.VH 9.41, τοὺς Ἀθηναίους ... ἐκφαυλίζων D.L.6.1
•c. inf. τὸν ἄλογον ... ἰάσασθαι Ael.NA 11.31, en v. pas. τὰ ἐκφαυλισθέντα (ᾠά) huevos desdeñados, e.d. no empollados Ael.NA 4.37.
German (Pape)
[Seite 784] schlecht machen, verkleinern, verschmähen, τί, Luc. merc. cond. 11 u. a. Sp.; τινός, Ios.
French (Bailly abrégé)
déprécier, acc. ; ἐκφ. ποιεῖν τι ÉL dédaigner de faire qch.
Étymologie: ἐκ, φαῦλος.
Russian (Dvoretsky)
ἐκφαυλίζω: порочить или порицать (τι τῶν λεγομένων Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφαυλίζω: ὑποβιβάζω, ἐξευτελίζω, περιφρονῶ, θεωρῶ ἀνάξιον λόγου, Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόν. 11· ἀπορρίπτω τι ὡς μὴ καλόν, Αἰλ. π. Ζ. 4. 37· μετ᾿ ἀπαρεμ., ἀπαξιῶ νὰ πράξω τι, οὐδὲ ἐξεφαύλισε τὸν ἄλογον καὶ ἄφωνον (δηλ. ἵππον) ἰάσασθαι αὐτόθι 11. 31.
Greek Monolingual
(AM ἐκφαυλίζω)
μσν.- νεοελλ.
κάνω κάτι ή κάποιον φαύλο, ευτελή, χειρότερο από ηθική άποψη, εξευτελίζω, διαφθείρω, εξαχρειώνω, εκφυλίζω
«η φτώχεια εκφαυλίζει τους ανθρώπους»
«έπειτα από κάθε πόλεμο τα ήθη εκφαυλίζονται»
μσν.-αρχ.
περιφρονώ, θεωρώ ανάξιο λόγου
(«θρησκεία τῶν Ἀγαρηνῶν ἐγὼ τὴν ἐκφαυλίζω, συντάσσομαι μὲ τὸν Χριστόν», Διγ.)
αρχ.
1. απορρίπτω κάτι ως κακό ή άχρηστο («τὰ ἐκφαυλισθέντα τούτοις τροφὴν παρατίθησι», Αιλ.)
2. (με απρφ.) απαξιώ να κάνω κάτι («οὐδὲ ἐξεφαύλισε τὸν ἄλογον καὶ ἄφωνον (ἵππον) ἰάσασθαι», Αιλ.)
3. είμαι ανίσχυρος, δεν έχω δύναμη («ἡ τῶν ἰατρῶν ἐκπεφαύλισται κρίσις», Φιλής).
Greek Monotonic
ἐκφαυλίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, υποτιμώ, θεωρώ κάτι ανάξιο λόγου, απαξιώ, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. Attic ιῶ
to depreciate, Luc.