μόργος: Difference between revisions
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
(2a) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=morgos | |Transliteration C=morgos | ||
|Beta Code=mo/rgos | |Beta Code=mo/rgos | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[body of a wicker cart]], used for carrying straw and chaff, Poll.7.116.<br><span class="bld">II</span> [[leather vessel]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] μοργυίων· [[σπαργάνων]], Id. μοργυλλεῖ· [[χρονουλκεῖ]], Id. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μόργος''': ὁ, [[περίφραγμα]] [[ὑπὲρ]] τὴν ἅμαξαν, ὃ περιλαμβάνεται δικτύοις, Λατ. crates, χρησιμεῦον [[ὅπως]] προφυλάττῃ τὰ μεταφερόμενα δράγματα ἢ ἄχυρα νὰ μὴ πίπτωσιν ἐκ τῆς ἁμάξης, | |lstext='''μόργος''': ὁ, [[περίφραγμα]] [[ὑπὲρ]] τὴν ἅμαξαν, ὃ περιλαμβάνεται δικτύοις, Λατ. crates, χρησιμεῦον [[ὅπως]] προφυλάττῃ τὰ μεταφερόμενα δράγματα ἢ ἄχυρα νὰ μὴ πίπτωσιν ἐκ τῆς ἁμάξης, Πολυδ. Ζ΄, 116· πρβλ. [[μοργεύω]]. ΙΙ. σκύτινον [[τεῦχος]], [[ἀγγεῖον]] ἐκ δέρματος βοός, Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μόργος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> δικτυωτό [[περίφραγμα]] [[πάνω]] από [[άμαξα]] για να προφυλάσσει τα δεμάτια που μεταφέρονταν με αυτήν<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκύτινον τεῡχος, | |mltxt=[[μόργος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> δικτυωτό [[περίφραγμα]] [[πάνω]] από [[άμαξα]] για να προφυλάσσει τα δεμάτια που μεταφέρονταν με αυτήν<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκύτινον τεῡχος, ἀγγεῖον ἐκ δέρματος βοός».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι απόψεις [[κατά]] τις οποίες ο τ. [[μόργος]] μπορεί να συνδέεται με το [[τοπωνύμιο]] <i>Αμοργός</i> ή με το ρ. [[ὀμόργνυμι]] «[[σφουγγίζω]]» παραμένουν αβέβαιες, ενώ η λ. με τη σημ. «σκύτινον [[τεῦχος]], [[ἀγγεῖον]] ἐκ δέρματος βοός» συνδέεται πιθ. με τη λ. [[μολγός]] «[[δερμάτινος]] [[σάκος]], [[δέρμα]] βοδιού»]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: | |etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[twined basket of a chariot]], [[in which straw and chaff was transported]] (Poll. 7, 1 16, H.); after H. also [[σκύτινον]] or <b class="b3">βόειον τεῦχος</b> [[leather ware]].<br />Derivatives: [[μοργεύω]] <b class="b2">transort in a μόργος</b> (Poll. [[l.c.]]). Unclear <b class="b3">μόργιον μέτρον γῆς</b>, <b class="b3">ὅ ἐστι πλέθρον</b>. <b class="b3">καὶ εἶδος ἀμπέλου</b> H. Chantraine reads [[μόρτιον]] and connects [[μορτή]], without argumentation.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: No convincing etymology. Gelb Jb. f. kleinas. Forsch. II: 1, 51 connects it as <b class="b2">protoidg.</b> with [[Ἀμοργός]] and other Anatolian names. In the sense of [[leather ware]] after H. Petersson (s. WP. 2, 283) as "stripped skin" to [[ὀμόργνυμι]] etc. (Cf. [[μύρσος]].) | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''μόργος''': {mórgos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[geflochtener Wagenkorb]], [[in dem Stroh und Spreu transportiert wird]] (Poll. 7, 1 16, H.); nach H. auch σκύτινον od. βόειον [[τεῦχος]] [[Gerät aus Leder]].<br />'''Derivative''': Davon [[μοργεύω]] [[in einem [[μόργος]] transportieren]] (Poll. a.a.O.). Unklar [[μόργιον]] | |ftr='''μόργος''': {mórgos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[geflochtener Wagenkorb]], [[in dem Stroh und Spreu transportiert wird]] (Poll. 7, 1 16, H.); nach H. auch σκύτινον od. βόειον [[τεῦχος]] [[Gerät aus Leder]].<br />'''Derivative''': Davon [[μοργεύω]] [[in einem [[μόργος]] transportieren]] (Poll. a.a.O.). Unklar [[μόργιον]]· [[μέτρον]] γῆς, ὅ ἐστι [[πλέθρον]]. καὶ [[εἶδος]] ἀμπέλου H.<br />'''Etymology''': Ohne überzeugende Etymologie. Gelb Jb. f. kleinas. Forsch. II: 1, 51 verbindet es als protoidg. mit [[Ἀμοργός]] und anderen anatolischen Namen. Im Sinn von [[ledernes Gerät]] nach H. Petersson (s. WP. 2, 283) als "abgestreifte Haut" zu [[ὀμόργνυμι]] usw. Vgl. [[μύρσος]].<br />'''Page''' 2,254 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A body of a wicker cart, used for carrying straw and chaff, Poll.7.116.
II leather vessel, Hsch. μοργυίων· σπαργάνων, Id. μοργυλλεῖ· χρονουλκεῖ, Id.
German (Pape)
[Seite 207] ὁ, der geflochtene Wagenkorb, in den man Stroh und Spreu legte, Poll. 7, 116. – Nach Hesych. auch = μολγός.
Greek (Liddell-Scott)
μόργος: ὁ, περίφραγμα ὑπὲρ τὴν ἅμαξαν, ὃ περιλαμβάνεται δικτύοις, Λατ. crates, χρησιμεῦον ὅπως προφυλάττῃ τὰ μεταφερόμενα δράγματα ἢ ἄχυρα νὰ μὴ πίπτωσιν ἐκ τῆς ἁμάξης, Πολυδ. Ζ΄, 116· πρβλ. μοργεύω. ΙΙ. σκύτινον τεῦχος, ἀγγεῖον ἐκ δέρματος βοός, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μόργος, ὁ (Α)
1. δικτυωτό περίφραγμα πάνω από άμαξα για να προφυλάσσει τα δεμάτια που μεταφέρονταν με αυτήν
2. (κατά τον Ησύχ.) «σκύτινον τεῡχος, ἀγγεῖον ἐκ δέρματος βοός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι απόψεις κατά τις οποίες ο τ. μόργος μπορεί να συνδέεται με το τοπωνύμιο Αμοργός ή με το ρ. ὀμόργνυμι «σφουγγίζω» παραμένουν αβέβαιες, ενώ η λ. με τη σημ. «σκύτινον τεῦχος, ἀγγεῖον ἐκ δέρματος βοός» συνδέεται πιθ. με τη λ. μολγός «δερμάτινος σάκος, δέρμα βοδιού»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: twined basket of a chariot, in which straw and chaff was transported (Poll. 7, 1 16, H.); after H. also σκύτινον or βόειον τεῦχος leather ware.
Derivatives: μοργεύω transort in a μόργος (Poll. l.c.). Unclear μόργιον μέτρον γῆς, ὅ ἐστι πλέθρον. καὶ εἶδος ἀμπέλου H. Chantraine reads μόρτιον and connects μορτή, without argumentation.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: No convincing etymology. Gelb Jb. f. kleinas. Forsch. II: 1, 51 connects it as protoidg. with Ἀμοργός and other Anatolian names. In the sense of leather ware after H. Petersson (s. WP. 2, 283) as "stripped skin" to ὀμόργνυμι etc. (Cf. μύρσος.)
Frisk Etymology German
μόργος: {mórgos}
Grammar: m.
Meaning: geflochtener Wagenkorb, in dem Stroh und Spreu transportiert wird (Poll. 7, 1 16, H.); nach H. auch σκύτινον od. βόειον τεῦχος Gerät aus Leder.
Derivative: Davon μοργεύω [[in einem μόργος transportieren]] (Poll. a.a.O.). Unklar μόργιον· μέτρον γῆς, ὅ ἐστι πλέθρον. καὶ εἶδος ἀμπέλου H.
Etymology: Ohne überzeugende Etymologie. Gelb Jb. f. kleinas. Forsch. II: 1, 51 verbindet es als protoidg. mit Ἀμοργός und anderen anatolischen Namen. Im Sinn von ledernes Gerät nach H. Petersson (s. WP. 2, 283) als "abgestreifte Haut" zu ὀμόργνυμι usw. Vgl. μύρσος.
Page 2,254