τράγειος: Difference between revisions
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trageios | |Transliteration C=trageios | ||
|Beta Code=tra/geios | |Beta Code=tra/geios | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], α, ον, = [[τράγεος]], of or [[from a he-goat]], [[κρέα]], [[κρέας]], Gal. 6.486, Philostr. ''Gym.''43; στέαρ Dsc.2.76.18; αἷμα ''PHolm.''7.30 (-ιον Pap.), 10.6; <b class="b3">ἡ τραγείη</b> (''[[sc.]]'' [[δορά]]) [[a goat's skin]], Theoc.5.51. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1132.png Seite 1132]] vom Bocke, ihm gehörig; ἡ τραγείη, sc. [[δορά]], Bocksfell, Theocr. 5, 51, l. d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1132.png Seite 1132]] vom Bocke, ihm gehörig; ἡ τραγείη, ''[[sc.]]'' [[δορά]], Bocksfell, Theocr. 5, 51, l. d. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />de bouc ; ἡ τραγείη ([[δορά]]) peau de bouc.<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τράγειος''': [ᾰ], -α, -ον, ὡς τὸ [[τράγεος]], ὁ τοῦ τράγου, τραγήσιος, τῶν [[κρεῶν]] τὰ βόειά τε καὶ ταύρεια καὶ τράγεια Φιλοστρ. Γυμναστ. σελ. 4 Kayser, Κλήμ. Ἀλεξ. 850· ἡ τραγείη (ἐξυπακ. [[δορά]]), δέρμα τράγου, Θεόκρ. 5. 51. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[τράγειος]], -εῖα, -ον, ΝΜΑ, και [[τράγιος]], -(ί)α, -ον ΝΜ, και [[τράγεος]], -έα, -ον και ιων. τ. θηλ. τραγείη και τ. ουδ. [[τραγεῖον]], Α [[τράγος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τράγο ή προέρχεται από τράγο, [[τραγήσιος]] (α. «[[τράγιο]] [[κρέας]]» β. «τῶν [[κρεῶν]] τὰ βόειά τε καὶ ταύρεια καὶ τράγεια», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[τράγιο]]<br />α) το [[φυτό]] ανδρόσαιμο<br />β) το [[φυτό]] [[γλυκάνισο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[κρέας]] τράγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> (ενν. <i>δορὰ</i>) [[δέρμα]] τράγου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> (στην [[Κρήτη]]) [[είδος]] υπερείκου που ευδοκιμεί το [[φθινόπωρο]] και το οποίο αποπνέει [[οσμή]] τράγου. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τράγειος:''' -α, -ον ([[τράγος]]), τραγίσιος, αυτός που προέρχεται από τράγο· <i>ἡτραγείη</i> (ενν. [[δορά]]), το [[δέρμα]] τράγου, σε Θεόκρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[τράγειος]], η, ον [[τράγος]]<br />of or from a he-[[goat]]: ὁ τραγείη (''[[sc.]]'' [[δορά]]) a [[goat]]'s [[skin]], Theocr. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, = τράγεος, of or from a he-goat, κρέα, κρέας, Gal. 6.486, Philostr. Gym.43; στέαρ Dsc.2.76.18; αἷμα PHolm.7.30 (-ιον Pap.), 10.6; ἡ τραγείη (sc. δορά) a goat's skin, Theoc.5.51.
German (Pape)
[Seite 1132] vom Bocke, ihm gehörig; ἡ τραγείη, sc. δορά, Bocksfell, Theocr. 5, 51, l. d.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de bouc ; ἡ τραγείη (δορά) peau de bouc.
Étymologie: τράγος.
Greek (Liddell-Scott)
τράγειος: [ᾰ], -α, -ον, ὡς τὸ τράγεος, ὁ τοῦ τράγου, τραγήσιος, τῶν κρεῶν τὰ βόειά τε καὶ ταύρεια καὶ τράγεια Φιλοστρ. Γυμναστ. σελ. 4 Kayser, Κλήμ. Ἀλεξ. 850· ἡ τραγείη (ἐξυπακ. δορά), δέρμα τράγου, Θεόκρ. 5. 51.
Greek Monolingual
-α, -ο / τράγειος, -εῖα, -ον, ΝΜΑ, και τράγιος, -(ί)α, -ον ΝΜ, και τράγεος, -έα, -ον και ιων. τ. θηλ. τραγείη και τ. ουδ. τραγεῖον, Α τράγος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τράγο ή προέρχεται από τράγο, τραγήσιος (α. «τράγιο κρέας» β. «τῶν κρεῶν τὰ βόειά τε καὶ ταύρεια καὶ τράγεια», Φιλόστρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το τράγιο
α) το φυτό ανδρόσαιμο
β) το φυτό γλυκάνισο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. κρέας τράγου
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. (ενν. δορὰ) δέρμα τράγου
2. το ουδ. ως ουσ. (στην Κρήτη) είδος υπερείκου που ευδοκιμεί το φθινόπωρο και το οποίο αποπνέει οσμή τράγου.
Greek Monotonic
τράγειος: -α, -ον (τράγος), τραγίσιος, αυτός που προέρχεται από τράγο· ἡτραγείη (ενν. δορά), το δέρμα τράγου, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
τράγειος, η, ον τράγος
of or from a he-goat: ὁ τραγείη (sc. δορά) a goat's skin, Theocr.