οὐατόεις: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(Bailly1_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ouatoeis | |Transliteration C=ouatoeis | ||
|Beta Code=ou)ato/eis | |Beta Code=ou)ato/eis | ||
|Definition= | |Definition=οὐατόεσσα, οὐατόεν,<br><span class="bld">A</span> [[long-eared]], θήρ Call.''Aet.Oxy.''2079.31; λαγώς ''AP''7.207 (Mel.).<br><span class="bld">2</span> [[with ears]] or [[handles]], σκύφος Simon.246; καλαύροπες Antim.61. (Cf. [[ὠτώεις]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0408.png Seite 408]] εσσα, εν, = Vorigem, οὐατόεντα λαγων, mit langen Ohren, Mel. 120 (VII, 207). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0408.png Seite 408]] εσσα, εν, = Vorigem, οὐατόεντα λαγων, mit langen Ohren, Mel. 120 (VII, 207). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όεσσα, όεν;<br /><b>1</b> [[qui a de longues oreilles]];<br /><b>2</b> [[à une]] <i>ou</i> à plusieurs anses.<br />'''Étymologie:''' [[οὖας]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οὐᾰτόεις:''' όεσσα, όεν ушастый, длинноухий ([[λαγώς]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐᾰτόεις''': εσσα, εν, ὁ ἔχων μακρὰ ὦτα, θὴρ Καλλ. Ἀποσπ. 320· [[λαγὼς]] Ἀνθ. Π. 7. 207. 2) ὁ ἔχων ὦτα ἢ λαβὰς, [[σκύφος]] Σιμωνίδ. 247· καλαῦροψ Ἀντίμ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἰλ. Ψ. 845. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «οὐατόεν· ὦτα ἔχον. καὶ [[ὅπερ]] ἔχει κρεμαμένους ὄζους πολλούς. ὀζῶδες, τραχύ». | |lstext='''οὐᾰτόεις''': εσσα, εν, ὁ ἔχων μακρὰ ὦτα, θὴρ Καλλ. Ἀποσπ. 320· [[λαγὼς]] Ἀνθ. Π. 7. 207. 2) ὁ ἔχων ὦτα ἢ λαβὰς, [[σκύφος]] Σιμωνίδ. 247· καλαῦροψ Ἀντίμ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἰλ. Ψ. 845. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «οὐατόεν· ὦτα ἔχον. καὶ [[ὅπερ]] ἔχει κρεμαμένους ὄζους πολλούς. ὀζῶδες, τραχύ». | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[οὐατόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μακριά]] αφτιά<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει δύο λαβές οι οποίες μοιάζουν με αφτιά<br /><b>3.</b> (για [[δένδρο]]) αυτός που έχει κλαδιά τα οποία κλίνουν [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «οὐατόεν<br />ὦτα ἔχον. καὶ [[ὅπερ]] ἔχει κρεμαμένους ὄζους πολλούς, [[ὀξώδης]], [[τραχύς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οὖς</i>, <i>οὔατος</i> «[[αφτί]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>ους</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οὐᾰτόεις:''' -εσσα, -εν, αυτός που έχει [[μακριά]] αυτιά, σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=οὐᾰτόεις, εσσα, εν<br />[[long]]-eared, Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
οὐατόεσσα, οὐατόεν,
A long-eared, θήρ Call.Aet.Oxy.2079.31; λαγώς AP7.207 (Mel.).
2 with ears or handles, σκύφος Simon.246; καλαύροπες Antim.61. (Cf. ὠτώεις.)
German (Pape)
[Seite 408] εσσα, εν, = Vorigem, οὐατόεντα λαγων, mit langen Ohren, Mel. 120 (VII, 207).
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
1 qui a de longues oreilles;
2 à une ou à plusieurs anses.
Étymologie: οὖας.
Russian (Dvoretsky)
οὐᾰτόεις: όεσσα, όεν ушастый, длинноухий (λαγώς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
οὐᾰτόεις: εσσα, εν, ὁ ἔχων μακρὰ ὦτα, θὴρ Καλλ. Ἀποσπ. 320· λαγὼς Ἀνθ. Π. 7. 207. 2) ὁ ἔχων ὦτα ἢ λαβὰς, σκύφος Σιμωνίδ. 247· καλαῦροψ Ἀντίμ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἰλ. Ψ. 845. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «οὐατόεν· ὦτα ἔχον. καὶ ὅπερ ἔχει κρεμαμένους ὄζους πολλούς. ὀζῶδες, τραχύ».
Greek Monolingual
οὐατόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που έχει μακριά αφτιά
2. μτφ. αυτός που έχει δύο λαβές οι οποίες μοιάζουν με αφτιά
3. (για δένδρο) αυτός που έχει κλαδιά τα οποία κλίνουν προς τα κάτω
4. (κατά τον Ησύχ.) «οὐατόεν
ὦτα ἔχον. καὶ ὅπερ ἔχει κρεμαμένους ὄζους πολλούς, ὀξώδης, τραχύς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, οὔατος «αφτί» (βλ. λ. ους) + κατάλ. -όεις].
Greek Monotonic
οὐᾰτόεις: -εσσα, -εν, αυτός που έχει μακριά αυτιά, σε Ανθ.
Middle Liddell
οὐᾰτόεις, εσσα, εν
long-eared, Anth.