Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀρνιθοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ornithoskopos
|Transliteration C=ornithoskopos
|Beta Code=o)rniqosko/pos
|Beta Code=o)rniqosko/pos
|Definition=(parox.), ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[observing and predicting by the flight and cries of birds]], Lat. [[augur]], [[auspex]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>16.11</span>, <span class="bibl">19.8</span>, <span class="bibl">D.H.2.60</span>, <span class="bibl">Poll.7.188</span>, etc.; <b class="b3">θᾶκος ὀ</b>. <b class="b2">an augur's</b> seat, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>999</span>.</span>
|Definition=(parox.), ον, [[observing and predicting by the flight and cries of birds]], Lat. [[augur]], [[auspex]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''16.11, 19.8, D.H.2.60, Poll.7.188, etc.; <b class="b3">θᾶκος ὀ.</b> [[an augur's]] seat, S.''Ant.''999.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0383.png Seite 383]] wie [[ὀρνεοσκόπος]], die Vögel beobachtend, um aus ihrem Fluge u. ihrer Stimme zu weissagen, Vogelschauer, Vogeldeuter, augur, auspex, VLL.; adjectivisch, εἰς γὰρ παλαιὸν θᾶκον ὀρνιθοσκόπον ἵζων, Soph. Ant. 986.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0383.png Seite 383]] wie [[ὀρνεοσκόπος]], die Vögel beobachtend, um aus ihrem Fluge u. ihrer Stimme zu weissagen, Vogelschauer, Vogeldeuter, augur, auspex, VLL.; adjectivisch, εἰς γὰρ παλαιὸν θᾶκον ὀρνιθοσκόπον ἵζων, Soph. Ant. 986.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui sert à prendre les auspices]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνις]], [[σκοπέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρνῑθοσκόπος:''' [[птицегадательский]], [[предназначенный для птицегадателя]] ([[θᾶκος]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρνῑθοσκόπος''': -ον, ὁ παρατηρῶν τὰ πτηνὰ καὶ προλέγων ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν φωνῶν, Λατ. augur, auspex, Πολυδ. Ζ΄, 188, κτλ.· - [[θᾶκος]] ὀρν., [[ἕδρα]] τοῦ ὀρνιθοσκόπου, Λατ. templum augurale, Σοφ. Ἀντ. 999.
|lstext='''ὀρνῑθοσκόπος''': -ον, ὁ παρατηρῶν τὰ πτηνὰ καὶ προλέγων ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν φωνῶν, Λατ. augur, auspex, Πολυδ. Ζ΄, 188, κτλ.· - [[θᾶκος]] ὀρν., [[ἕδρα]] τοῦ ὀρνιθοσκόπου, Λατ. templum augurale, Σοφ. Ἀντ. 999.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui sert à prendre les auspices.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνις]], [[σκοπέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρνιθοσκόπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προφητεύει το [[μέλλον]] από την [[παρατήρηση]] του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θᾱκος ὀρνιθοσκόπον» — [[εδώλιο]] ορνιθοσκόπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρνις]], -<i>ιθος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκοπῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>].
|mltxt=[[ὀρνιθοσκόπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προφητεύει το [[μέλλον]] από την [[παρατήρηση]] του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θᾱκος ὀρνιθοσκόπον» — [[εδώλιο]] ορνιθοσκόπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρνις]], -<i>ιθος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκοπῶ</i>), [[πρβλ]]. [[οιωνοσκόπος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρνῑθοσκόπος:''' -ον ([[σκοπέω]]), αυτός που παρατηρεί τα πουλιά και προλέγει το [[μέλλον]] ερμηνεύοντας το [[πέταγμα]] και τις κραυγές των πουλιών, [[οιωνοσκόπος]], [[θᾶκος]] ὀρνιθοσκόπου, το [[κάθισμα]] του οιωνοσκόπου, Λατ. [[templum]] [[augurale]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ὀρνῑθοσκόπος:''' -ον ([[σκοπέω]]), αυτός που παρατηρεί τα πουλιά και προλέγει το [[μέλλον]] ερμηνεύοντας το [[πέταγμα]] και τις κραυγές των πουλιών, [[οιωνοσκόπος]], [[θᾶκος]] ὀρνιθοσκόπου, το [[κάθισμα]] του οιωνοσκόπου, Λατ. [[templum]] [[augurale]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρνῑθοσκόπος:''' птицегадательский, предназначенный для птицегадателя ([[θᾶκος]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀρνῑθο-σκόπος, ον, [[σκοπέω]]<br />observing and predicting by the [[flight]] and cries of birds: —[[θᾶκος]] ὀρν. an [[augur]]'s [[seat]], Lat. [[templum]] [[augurale]], Soph.
|mdlsjtxt=ὀρνῑθο-σκόπος, ον, [[σκοπέω]]<br />observing and predicting by the [[flight]] and cries of birds: —[[θᾶκος]] ὀρν. an [[augur]]'s [[seat]], Lat. [[templum]] [[augurale]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνῑθοσκόπος Medium diacritics: ὀρνιθοσκόπος Low diacritics: ορνιθοσκόπος Capitals: ΟΡΝΙΘΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: ornithoskópos Transliteration B: ornithoskopos Transliteration C: ornithoskopos Beta Code: o)rniqosko/pos

English (LSJ)

(parox.), ον, observing and predicting by the flight and cries of birds, Lat. augur, auspex, Thphr. Char.16.11, 19.8, D.H.2.60, Poll.7.188, etc.; θᾶκος ὀ. an augur's seat, S.Ant.999.

German (Pape)

[Seite 383] wie ὀρνεοσκόπος, die Vögel beobachtend, um aus ihrem Fluge u. ihrer Stimme zu weissagen, Vogelschauer, Vogeldeuter, augur, auspex, VLL.; adjectivisch, εἰς γὰρ παλαιὸν θᾶκον ὀρνιθοσκόπον ἵζων, Soph. Ant. 986.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à prendre les auspices.
Étymologie: ὄρνις, σκοπέω.

Russian (Dvoretsky)

ὀρνῑθοσκόπος: птицегадательский, предназначенный для птицегадателя (θᾶκος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθοσκόπος: -ον, ὁ παρατηρῶν τὰ πτηνὰ καὶ προλέγων ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν φωνῶν, Λατ. augur, auspex, Πολυδ. Ζ΄, 188, κτλ.· - θᾶκος ὀρν., ἕδρα τοῦ ὀρνιθοσκόπου, Λατ. templum augurale, Σοφ. Ἀντ. 999.

Greek Monolingual

ὀρνιθοσκόπος, -ον (Α)
1. αυτός που προφητεύει το μέλλον από την παρατήρηση του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών
2. φρ. «θᾱκος ὀρνιθοσκόπον» — εδώλιο ορνιθοσκόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. οιωνοσκόπος].

Greek Monotonic

ὀρνῑθοσκόπος: -ον (σκοπέω), αυτός που παρατηρεί τα πουλιά και προλέγει το μέλλον ερμηνεύοντας το πέταγμα και τις κραυγές των πουλιών, οιωνοσκόπος, θᾶκος ὀρνιθοσκόπου, το κάθισμα του οιωνοσκόπου, Λατ. templum augurale, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὀρνῑθο-σκόπος, ον, σκοπέω
observing and predicting by the flight and cries of birds: —θᾶκος ὀρν. an augur's seat, Lat. templum augurale, Soph.