ῥαγοειδής: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ragoeidis
|Transliteration C=ragoeidis
|Beta Code=r(agoeidh/s
|Beta Code=r(agoeidh/s
|Definition=ές, [[like]] [[berry|berries]] or like [[grape]]s: ῥαγοειδὴς [[χιτών]] in the eye, the [[choroid]] [[membrane]], but including the [[iris]], Herophil. ap. [Ruf.]<span class="bibl"><span class="title">Anat.</span>13</span>, <span class="bibl">Ruf. <span class="title">Onom.</span>153</span>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>10.4</span>, <span class="bibl">Poll.2.70</span>.
|Definition=ῥαγοειδές, [[like]] [[berry|berries]] or like [[grape]]s: ῥαγοειδὴς [[χιτών]] in the eye, the [[choroid]] [[membrane]], but including the [[iris]], Herophil. ap. [Ruf.]''Anat.''13, Ruf. ''Onom.''153, Gal.''UP''10.4, Poll.2.70.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾱγοειδής Medium diacritics: ῥαγοειδής Low diacritics: ραγοειδής Capitals: ΡΑΓΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: rhagoeidḗs Transliteration B: rhagoeidēs Transliteration C: ragoeidis Beta Code: r(agoeidh/s

English (LSJ)

ῥαγοειδές, like berries or like grapes: ῥαγοειδὴς χιτών in the eye, the choroid membrane, but including the iris, Herophil. ap. [Ruf.]Anat.13, Ruf. Onom.153, Gal.UP10.4, Poll.2.70.

German (Pape)

[Seite 830] ές, beeren- oder traubenartig; χιτών, von der zweiten Adernhaut des Auges, Poll. 2, 70; Gal.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾱγοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ῥᾶγα· ῥ. χιτών, ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, ο χοριοειδὴς χιτών, ὡς ἐοικὼς ῥαγὶ τῇ ἔξωθεν λειότητι καὶ τῇ ἔσωθεν δασύτητι Ροῦφ. Ἑφ. 36 ἔκδ. Clinch., Πολυδ. Β΄, 70, Σουΐδ. ἐν λ. κόρη, Γαλην. τ. 4, σ. 380, 2., τ. 6, σ. 877, 4, κτλ.

Greek Monolingual

-ές / ῥαγοειδής, -ές, ΝΑ ῥάξ, ῥαγός
αυτός που μοιάζει με ράγα, ο όμοιος με ρώγαραγοειδής υμένας» — ο μεσαίος υμένας του οφθαλμού)
νεοελλ.
φρ. «ραγοειδής χιτώνας»
ανατ. σύνολο οφθαλμικών ιστών, μεσοδερμικής προέλευσης, που περιλαμβάνει την ίριδα, το ακτινωτό σώμα και τον χοριοειδή χιτώνα του οφθαλμού, αλλ. αγγειώδης χιτώνας.