προεκβάλλω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proekvallo | |Transliteration C=proekvallo | ||
|Beta Code=proekba/llw | |Beta Code=proekba/llw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[throw out]], [[eject before]], Arist.''HA''605a7; [[squeeze out first]], ἰκμάδα Dsc.5.87.<br><span class="bld">II</span> Astrol., [[calculate first]], τὸν τῆς τύχης κλῆρον ''Cat.Cod.Astr.''1.167. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
A throw out, eject before, Arist.HA605a7; squeeze out first, ἰκμάδα Dsc.5.87.
II Astrol., calculate first, τὸν τῆς τύχης κλῆρον Cat.Cod.Astr.1.167.
German (Pape)
[Seite 718] (s. βάλλω), vorher herauswerfen, Arist. H. A. 8, 24 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
προεκβάλλω: выбрасывать вперед, извергать из себя (π. τι πρό τινος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
προεκβάλλω: ἐκβάλλω πρότερον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24. 10.
Greek Monolingual
ΝΑ
νεοελλ.
1. προεκτείνω, προβάλλω
2. (αμτβ.) προεκτείνομαι, προεξέχω
αρχ.
1. εκβάλλω, ρίχνω έξω κάτι προηγουμένως («τὸ καλούμενον πώλιον αἱ ἵπποι προεκβάλλουσι πρὸ τοῦ πώλου», Αριστοτ.)
2. εξάγω κάτι από κάτι άλλο, αφού το συνθλίψω («προεκβάλλειν ἰκμάδα», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκβάλλω «εκτείνω, εξάγω βίαια, πετώ έξω»].