σανίδωμα: Difference between revisions
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sanidoma | |Transliteration C=sanidoma | ||
|Beta Code=sani/dwma | |Beta Code=sani/dwma | ||
|Definition=ατος, τό, [[planking]], [[framework]], | |Definition=-ατος, τό, [[planking]], [[framework]], Ath.Mech.17.14, Plb.1.22.6, 6.23.3, [[LXX]] ''3 Ma.''4.10; τῶν μακρῶν πλοίων [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.7.5 (pl.); of a gateway, Hld.9.3; sloping [[table]], Agatharch. 27. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, planking, framework, Ath.Mech.17.14, Plb.1.22.6, 6.23.3, LXX 3 Ma.4.10; τῶν μακρῶν πλοίων Thphr. HP 5.7.5 (pl.); of a gateway, Hld.9.3; sloping table, Agatharch. 27.
German (Pape)
[Seite 861] τό, eine Decke, Lage von Brettern, bes. das Schiffsverdeck; nach Pol. 6, 23, 3 besteht der römische Schild ἐκ διπλοῦ σανιδώματος.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
plancher.
Étymologie: σανιδόω.
Russian (Dvoretsky)
σᾰνίδωμα: ατος (ῐ) τό опалубка, настил Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰνίδωμα: τό, (σανιδόω) πάτωμα ἐκ σανίδων, Πολύβ. 1. 22, 6., 6. 23· τὸ κατάστρωμα πλοίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 5.
Greek Monolingual
το, ΝΑ σανιδῶ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σανιδώνω, η επίστρωση, η επικάλυψη με σανίδες, σανίδωση
2. συνεκδ. α) πάτωμα από σανίδες
β) οι σανίδες που χρησιμοποιούνται για την επίστρωση πατώματος
αρχ.
1. (ιδίως) το κατάστρωμα πλοίου («τῶν μακρῶν πλοίων σανιδώματα», Θεόφρ.)
2. συνεκδ. επικλινές τραπέζι κατασκευασμένο από σανίδες.
Greek Monotonic
σᾰνίδωμα: -ατος, τό, ξύλινο πάτωμα, πλαίσιο από ξύλο, διαξύλωση, σκελετός, καλούπωμα, σε Στράβ.
Middle Liddell
σᾰνίδωμα, ατος, τό,
a planking, framework, Polyb.