ὑλακόμωρος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
(6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ylakomoros | |Transliteration C=ylakomoros | ||
|Beta Code=u(lako/mwros | |Beta Code=u(lako/mwros | ||
|Definition= | |Definition=ὑλακόμωρον, [[always barking]], [[howling]], κύνες Od.14.29, 16.4; μόθον ὑ. [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 36.197. (For the ending -μωρος, cf. [[ἐγχεσίμωρος]], [[ἰόμωροι]], [[σινάμωρος]].) [ῡ in dact. verse.] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1176.png Seite 1176]] immer, gewöhnlich bellend, κύνες, Od. 14, 29. 16, 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1176.png Seite 1176]] immer, gewöhnlich bellend, κύνες, Od. 14, 29. 16, 4. Über die Ableitung s. [[ἐγχεσίμωρος]]. – [Υ in der Vershebung lang.] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui ne cesse d'aboyer]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑλακή]], [[μωρός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑλᾰκόμωρος:''' (ῡ in [[arsi]]) [[ὑλακή]] + -μωρος в знач. «[[славный]]», «[[известный]]»] беспрестанно или громко лающий (эпитет собаки) Hom. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑλᾰκόμωρος''': -ον, ὁ [[ὑλακτικός]], ὁ συνεχῶς, διαρκῶς ὑλακτῶν, βαΰζων, γαυγύζων, κύνες Ὀδ. Ξ. 29 ([[ἔνθα]] ἴδε Εὐστάθ. καὶ Σχολιαστ.), Π. 4· μόθον ὑλ. Νόνν. 36. 197. (Περὶ τῆς ἀμφιβόλου καταλήξεως -μωρος, ἴδε ἰόμωρος). [ῡ ἐν δακτυλικῷ στίχῳ]. | |lstext='''ὑλᾰκόμωρος''': -ον, ὁ [[ὑλακτικός]], ὁ συνεχῶς, διαρκῶς ὑλακτῶν, βαΰζων, γαυγύζων, κύνες Ὀδ. Ξ. 29 ([[ἔνθα]] ἴδε Εὐστάθ. καὶ Σχολιαστ.), Π. 4· μόθον ὑλ. Νόνν. 36. 197. (Περὶ τῆς ἀμφιβόλου καταλήξεως -μωρος, ἴδε ἰόμωρος). [ῡ ἐν δακτυλικῷ στίχῳ]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑλᾰκόμωρος:''' -ον, αυτός που [[συνεχώς]] γαυγίζει, αυτός που ουρλιάζει ή κραυγάζει, σκούζει, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ὑλᾰκόμωρος:''' -ον, αυτός που [[συνεχώς]] γαυγίζει, αυτός που ουρλιάζει ή κραυγάζει, σκούζει, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑλᾰκό-μωρος, ον,<br />[[always]] barking, [[still]] howling or yelling, Od. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑλακόμωρον, always barking, howling, κύνες Od.14.29, 16.4; μόθον ὑ. Nonn. D. 36.197. (For the ending -μωρος, cf. ἐγχεσίμωρος, ἰόμωροι, σινάμωρος.) [ῡ in dact. verse.]
German (Pape)
[Seite 1176] immer, gewöhnlich bellend, κύνες, Od. 14, 29. 16, 4. Über die Ableitung s. ἐγχεσίμωρος. – [Υ in der Vershebung lang.]
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne cesse d'aboyer.
Étymologie: ὑλακή, μωρός.
Russian (Dvoretsky)
ὑλᾰκόμωρος: (ῡ in arsi) ὑλακή + -μωρος в знач. «славный», «известный»] беспрестанно или громко лающий (эпитет собаки) Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλᾰκόμωρος: -ον, ὁ ὑλακτικός, ὁ συνεχῶς, διαρκῶς ὑλακτῶν, βαΰζων, γαυγύζων, κύνες Ὀδ. Ξ. 29 (ἔνθα ἴδε Εὐστάθ. καὶ Σχολιαστ.), Π. 4· μόθον ὑλ. Νόνν. 36. 197. (Περὶ τῆς ἀμφιβόλου καταλήξεως -μωρος, ἴδε ἰόμωρος). [ῡ ἐν δακτυλικῷ στίχῳ].
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που διαρκώς γαβγίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλακή «γάβγισμα», τ. σχηματισμένος πιθ. χάριν αστεϊσμού κατά τα ἐγχεσί- μωρο, ἰό-μωροι].
Greek Monotonic
ὑλᾰκόμωρος: -ον, αυτός που συνεχώς γαυγίζει, αυτός που ουρλιάζει ή κραυγάζει, σκούζει, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ὑλᾰκό-μωρος, ον,
always barking, still howling or yelling, Od.