κατάτεχνος: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katatechnos | |Transliteration C=katatechnos | ||
|Beta Code=kata/texnos | |Beta Code=kata/texnos | ||
|Definition= | |Definition=κατάτεχνον, [[artificial]], [[κίνημα]] ([[varia lectio|v.l.]] κακο-) ''AP''5.131 (Phld., Sup.); τὸ κ. Plu.2.79b; [[epithet]] of Callimachus the sculptor, Vitr.4.1.10codd. (sed leg. [[κατατηξίτεχνος]]); cf. [[κακιζότεχνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
κατάτεχνον, artificial, κίνημα (v.l. κακο-) AP5.131 (Phld., Sup.); τὸ κ. Plu.2.79b; epithet of Callimachus the sculptor, Vitr.4.1.10codd. (sed leg. κατατηξίτεχνος); cf. κακιζότεχνος.
German (Pape)
[Seite 1385] kunstvoll; κίνημα κατατεχνότατον Philodem. 21 (V, 132), verkünstelt; Ar. Av. 920; λόγος Plut. de prof. virt. p. 252.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait avec art, d'un art consommé.
Étymologie: κατά, τέχνη.
Russian (Dvoretsky)
κατάτεχνος: искусный, доведенный до совершенства (λόγος Plut.; κίνημα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάτεχνος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν τεχνικός, λίαν ἔντεχνος, κίνημα κατατεχνότατον Ἀνθ. Π. 5. 132· λόγος πανηγυρικὸς καὶ κ., τὸ πικρὸν καὶ κ. τῆς ἑαυτοῦ κατασκευῆς Πλουτ. 2. 78Β· τὰ κ. ποικίλα μέλη Ἀριστοφ. Ὄρν. 920· ἀλλ’ ὁ Σουΐδ. ἐν λ. παρθενεῖα, ἀνεγίνωσκε, κακότεχνα· ἐπίθ. Καλλιμάχου τοῦ γλύπτου, Βιτρούβ. 4. 1, 10· ἀλλὰ πρβλ. κακιζότεχνος.
Greek Monolingual
κατάτεχνος, -ον (Α)
εντελώς σύμφωνος με τους κανόνες της τέχνης, πολύ έντεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έντεχνος, σύντεχνος].