στυφός: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(a)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=styfos
|Transliteration C=styfos
|Beta Code=stufo/s
|Beta Code=stufo/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">astringent</b>, οἶνος <span class="title">Gp.</span>6.11.2 (Comp.), but <b class="b3">σ. οἶνος</b>,= <b class="b2">viscidus</b>, Gloss., and so perh. <span class="title">Gp.</span>l.c.: metaph., <b class="b3">Νεμέσεως ἀστὴρ . . τῇ γεύσει σ</b>. <span class="bibl">Vett.Val.2.23</span>.</span>
|Definition=στυφή, στυφόν, [[astringent]], [[οἶνος]] ''Gp.''6.11.2 (Comp.), but <b class="b3">σ. οἶνος</b>, = [[viscidus]], ''Glossaria'', and so perhaps ''Gp.''l.c.: metaph., <b class="b3">Νεμέσεως ἀστὴρ.. τῇ γεύσει σ.</b> Vett.Val.2.23.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0960.png Seite 960]] = [[στυφρός]], Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0960.png Seite 960]] = [[στυφρός]], Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />âcre, acerbe ; astringent.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
{{elru
|elrutext='''στῡφός:''' [[varia lectio|v.l.]] [[στύφος]] 3 вяжущий на вкус, терпкий (ὁ χυμὸς τοῦ καρποῦ Arst.).
}}
{{ls
|lstext='''στῡφός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 2, Γεωπ. 6, 11, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στυφός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στύφω]]<br /><b>1.</b> (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική [[γεύση]], που προκαλεί παροδική [[ξηρότητα]] στο [[στόμα]], όπως λ.χ. το [[κυδώνι]], το [[μούσμουλο]] και τα άγουρα φρούτα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[δυσάρεστος]]<br />β) δυσαρεστημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αυστηρός]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[στύφω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῡφός Medium diacritics: στυφός Low diacritics: στυφός Capitals: ΣΤΥΦΟΣ
Transliteration A: styphós Transliteration B: styphos Transliteration C: styfos Beta Code: stufo/s

English (LSJ)

στυφή, στυφόν, astringent, οἶνος Gp.6.11.2 (Comp.), but σ. οἶνος, = viscidus, Glossaria, and so perhaps Gp.l.c.: metaph., Νεμέσεως ἀστὴρ.. τῇ γεύσει σ. Vett.Val.2.23.

German (Pape)

[Seite 960] = στυφρός, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
âcre, acerbe ; astringent.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Russian (Dvoretsky)

στῡφός: v.l. στύφος 3 вяжущий на вкус, терпкий (ὁ χυμὸς τοῦ καρποῦ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

στῡφός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 2, Γεωπ. 6, 11, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στυφός, -ή, -όν, ΝΜΑ στύφω
1. (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική γεύση, που προκαλεί παροδική ξηρότητα στο στόμα, όπως λ.χ. το κυδώνι, το μούσμουλο και τα άγουρα φρούτα
2. μτφ. α) δυσάρεστος
β) δυσαρεστημένος
αρχ.
μτφ. αυστηρός.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό στύφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.