Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁμόστοιχος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omostoichos
|Transliteration C=omostoichos
|Beta Code=o(mo/stoixos
|Beta Code=o(mo/stoixos
|Definition=ον, [[in the same line]] or [[rank with]], τινι <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>6.6.3</span>, <span class="bibl">Jul. <span class="title">Or.</span>5.163c</span>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>312</span>; [[varia lectio|v.l.]] for [[ὁμότοιχος]] ([[quod vide|q.v.]]) in Plu.2.503d.
|Definition=ὁμόστοιχον, [[in the same line]] or [[rank with]], τινι [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 6.6.3, Jul. ''Or.''5.163c, Dam.''Pr.''312; [[varia lectio|v.l.]] for [[ὁμότοιχος]] ([[quod vide|q.v.]]) in Plu.2.503d.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0340.png Seite 340]] = Vorigem, Sp., μανίᾳ γὰρ [[ὁμόστοιχος]] ἡ [[ὀργή]], Plut. de garrul. 4. Vgl. aber [[ὁμότοιχος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0340.png Seite 340]] = Vorigem, Sp., μανίᾳ γὰρ [[ὁμόστοιχος]] ἡ [[ὀργή]], Plut. de garrul. 4. Vgl. aber [[ὁμότοιχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόστοιχος:''' совместно идущий, т. е. сходный (μανίᾳ ὁ. ἡ [[ὀργή]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμόστοιχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[γραμμή]] ή στην [[ίδια]] [[τάξη]] με άλλον<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[κατάσταση]], στην [[ίδια]] [[κατηγορία]] με άλλον, [[ισότιμος]], [[ισόβαθμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοστοίχως</i> (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[κατά]] την [[ίδια]] [[σειρά]], [[κατά]] την [[ίδια]] [[τάξη]]<br /><b>2.</b> σύμφωνα με..., σε [[συμφωνία]] με...<br /><b>3.</b> του ίδιου είδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στοῖχος]] «[[γραμμή]], [[σειρά]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>στοιχος</i>)].
|mltxt=[[ὁμόστοιχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[γραμμή]] ή στην [[ίδια]] [[τάξη]] με άλλον<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[κατάσταση]], στην [[ίδια]] [[κατηγορία]] με άλλον, [[ισότιμος]], [[ισόβαθμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοστοίχως</i> (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[κατά]] την [[ίδια]] [[σειρά]], [[κατά]] την [[ίδια]] [[τάξη]]<br /><b>2.</b> σύμφωνα με..., σε [[συμφωνία]] με...<br /><b>3.</b> του ίδιου είδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στοῖχος]] «[[γραμμή]], [[σειρά]]» ([[πρβλ]]. [[πολύστοιχος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόστοιχος:''' совместно идущий, т. е. сходный (μανίᾳ ὁ. ἡ [[ὀργή]] Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόστοιχος Medium diacritics: ὁμόστοιχος Low diacritics: ομόστοιχος Capitals: ΟΜΟΣΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: homóstoichos Transliteration B: homostoichos Transliteration C: omostoichos Beta Code: o(mo/stoixos

English (LSJ)

ὁμόστοιχον, in the same line or rank with, τινι Thphr. CP 6.6.3, Jul. Or.5.163c, Dam.Pr.312; v.l. for ὁμότοιχος (q.v.) in Plu.2.503d.

German (Pape)

[Seite 340] = Vorigem, Sp., μανίᾳ γὰρ ὁμόστοιχοςὀργή, Plut. de garrul. 4. Vgl. aber ὁμότοιχος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόστοιχος: совместно идущий, т. е. сходный (μανίᾳ ὁ. ἡ ὀργή Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόστοιχος: -ον, ὁ ἐν τῇ αὐτῇ γραμμῇ ἢ τάξει μετά τινος ὤν, τινι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 3, Ἐκκλ.· - ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε -στιχος. -Ἐπίρρ. ὁμοστίχως, Λεόντ. Μον. 641Α,

Greek Monolingual

ὁμόστοιχος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια γραμμή ή στην ίδια τάξη με άλλον
2. αυτός που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, στην ίδια κατηγορία με άλλον, ισότιμος, ισόβαθμος.
επίρρ...
ὁμοστοίχως (ΑΜ)
1. κατά την ίδια σειρά, κατά την ίδια τάξη
2. σύμφωνα με..., σε συμφωνία με...
3. του ίδιου είδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + στοῖχος «γραμμή, σειρά» (πρβλ. πολύστοιχος)].