εἰσωθέω: Difference between revisions
ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eisotheo | |Transliteration C=eisotheo | ||
|Beta Code=ei)swqe/w | |Beta Code=ei)swqe/w | ||
|Definition=[[thrust into]], τι ἐς τὸ ἔσω μέρος | |Definition=[[thrust into]], τι ἐς τὸ ἔσω μέρος Hp.''Art.''34; χεῖρα Aret.''SD'' 2.1; ἔνδον τὰς στάλικας Lib.''Descr.''10.4:—Med., [[force oneself into]], [[press in]], X.''An.''5.2.18; εἰς τοὺς ὄχλους Porph.''Hist.Phil.Fr.''12. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
thrust into, τι ἐς τὸ ἔσω μέρος Hp.Art.34; χεῖρα Aret.SD 2.1; ἔνδον τὰς στάλικας Lib.Descr.10.4:—Med., force oneself into, press in, X.An.5.2.18; εἰς τοὺς ὄχλους Porph.Hist.Phil.Fr.12.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- Hp.Steril.248, Philostr.VA 2.11
• Morfología: [aor. inf. εἰσωθῆναι (quizá l. εἴσω θεῖναι) Thdt.HE 5.39.23]
I en v. med., intr.
1 entrar empujando, meterse por la fuerza νικῶσι τοὺς ἐκπίπτοντας οἱ εἰσωθούμενοι los que entran a empujones vencen a los que salen X.An.5.2.18, εἰς τοὺς ὄχλους Porph.Hist.Phil.12, τὸν ἐκ τῆς βίας εἰσωθούμενον ὄγκον μὴ στέγοντες Ast.Am.Hom.14.2.3.
2 meterse hacia dentro εἰσωθούμενα γὰρ τὰ ἀνδρεῖα μόρια γυναικεῖα γίνεται Olymp.in Alc.189.
II en v. act., tr.
1 medic., esp. cirug. empujar presionando τὸ μὲν γὰρ ἐξεστεὸς ἐσωθεῖν χρὴ ἐς τὸ ἔσω μέρος en una mandíbula desencajada, Hp.Art.34, ἐρείσαντά κῃ τὴν χεῖρα κατὰ λαγόνα εἰσωθεῖν apoyando en algún punto del costado la mano debes presionar Aret.SD 2.1.5
•forzar, intentar por la fuerza κατὰ τῆς σύριγγος εἰσωθεῖς βίᾳ εἰσελθεῖν Hippiatr.Lugd.145.
2 introducir, meter haciendo presión, c. giro prep. (τὸν κάπρον) εἰς χίονα πολλήν Apollod.2.5.4, τὴν κεφαλὴν ἐς τὴν φάρυγγα (τοῦ θηρίου) Philostr.l.c., ῥάβδον παχεῖαν ... διὰ τῆς ἕδρας Thdt.l.c., παρ' αὐτὰς ἔνδον τὰς στάλικας Lib.Descr.10.4
•fig. διὰ τῆς ἀληθείας ... τὴν αἰχμὴν εἰσωθοῦντι Gr.Nyss.Trin.4.6
•c. pron. refl. πρὸς τὴν ἱερωσύνην ἑαυτὸν εἰσωθοῦντα Gr.Nyss.V.Mos.130.13, ἑαυτὸν εἰσωθεῖ εἰς τοὺς κινδύνους Chrys.M.60.331, τῆς ψυχῆς ἔνδον ἑαυτὴν εἰσωθούσης cuando el alma se interioriza a sí misma Chrys.M.58.532, cf. M.47.492, en v. pas. τὸ τρῆμα, δι' οὗ ὁ ἀὴρ εἰσωθεῖται Hero Spir.1.11.
German (Pape)
[Seite 747] (s. ὠθέω), hineinstoßen, -drängen, Sp.; Med. bei Xen. An. 5, 2, 18 v.l.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσωθέω: μέλλ. -ωθήσω καὶ -ώσω, ὠθῶ εἴσω, τι εἴς τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 800, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρ. Παθ. 2. 1, σ. 49: - Μέσ., ὠθῶ ἐμαυτὸν εἴσω, εἰσορμῶ, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 18· ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 78 εὑρίσκομεν τὸν τύπον εἰσωθίζομαι.
Greek Monotonic
εἰσωθέω: μέλ. -ωθήσω και -ώσω, σπρώχνω με δύναμη μέσα, — Μέσ., πιέζω τον εαυτό μου πάνω σε, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -ωθήσω fut. -ώσω,
to thrust into:—Mid. to press in, Xen.