ἰσομεγέθης: Difference between revisions
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=isomegethis | |Transliteration C=isomegethis | ||
|Beta Code=i)somege/qhs | |Beta Code=i)somege/qhs | ||
|Definition= | |Definition=ἰσομεγέθες, [[equal in size]], X.''Cyn.''5.29, Plb.10.44.2, Phld.''Mort.''3, Herod.Med. ap. Orib.10.8.2: c. dat., κύστις ἰ. ληκύθῳ Aen.Tact.31.10; ἰ. γῇ Jul.''Gal.'' 135c. Adv. [[ἰσομεγέθως]] Aristid.Quint.3.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
ἰσομεγέθες, equal in size, X.Cyn.5.29, Plb.10.44.2, Phld.Mort.3, Herod.Med. ap. Orib.10.8.2: c. dat., κύστις ἰ. ληκύθῳ Aen.Tact.31.10; ἰ. γῇ Jul.Gal. 135c. Adv. ἰσομεγέθως Aristid.Quint.3.6.
German (Pape)
[Seite 1265] ες, gleich groß; Xen. Cyn. 5, 29; Pol. 10, 44, 2. – Adv., Arist. Quint.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
égal en grandeur, de même grandeur.
Étymologie: ἴσος, μέγεθος.
Russian (Dvoretsky)
ἰσομεγέθης: равный по величине, одинаковый по размерам Xen., Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσομεγέθης: -ες, ἴσος κατὰ τὸ μέγεθος, Ξεν. Κυν. 5. 29, Πολύβ. 10. 44, 2. - Ἐπίρρ. -θως, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. 123.
Greek Monolingual
μέγεθες (Α ἰσομεγέθης, -μέγεθες)
αυτός που έχει ίσο μέγεθος με κάποιον άλλο, όμοιος στο μέγεθος.
επίρρ...
ἰσομεγέθως (Α)
με ισομεγέθη τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μεγέθης (< μέγεθος), πρβλ. απειρομεγέθης, μικρομεγέθης].
Greek Monotonic
ἰσομεγέθης: -ες (μέγεθος), ισομεγέθης, ίσος στο μέγεθος, σε Ξεν.