κυβίζω: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyvizo | |Transliteration C=kyvizo | ||
|Beta Code=kubi/zw | |Beta Code=kubi/zw | ||
|Definition=(κύβος) [[make into a cube]], τὸ πλῆθος τῷ σχήματι Plu.2.979f; of numbers, [[raise to the cube]], | |Definition=([[κύβος]]) [[make into a cube]], τὸ πλῆθος τῷ σχήματι Plu.2.979f; of numbers, [[raise to the cube]], Hero ''Metr.''3.22:—Pass., Procl.''Hyp.''4.102, ''Theol.Ar.''33; to [[be multiplied]], Hippol.''Haer.''1.2.10. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=former <i>ou</i> figurer un cube.<br />'''Étymologie:''' [[κύβος]]. | |btext=former <i>ou</i> figurer un cube.<br />'''Étymologie:''' [[κύβος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῠβίζω:''' [[образовывать куб]], [[принимать кубическую форму]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[κυβίζω]]) [[κύβος]]<br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] [[σχήμα]] κύβου («ἀεὶ τὸ [[πλῆθος]] τῷ σχήματι κυβίζουσι καὶ στερεὸν ἐκ πάντων ποιοῦσιν ἕξ ἴσοις ἐπιπέδοις περιεχόμενοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υψώνω]] αριθμό στον κύβο, στην [[τρίτη]] [[δύναμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνάπτω]] [[μεταξύ]] τους [[πολλά]] ομοειδή αντικείμενα με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματιστεί από αυτά [[σωρός]] με τις διαστάσεις του κυβικού μέτρου ή μεγαλύτερος [[σωρός]], σχήματος ορθογωνίου ή τετραγώνου, διαιρετού σε κυβικά [[μέτρα]]<br /><b>2.</b> [[μετρώ]] έναν όγκο ή χώρο σε κυβικά [[μέτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κυβίζομαι</i><br />πολλαπλασιάζομαι.<br /><b>(II)</b><br />[[κυβίζω]] (Μ) [[κύβη]]<br />[[χαμηλώνω]] το [[κεφάλι]], [[σκύβω]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[κυβίζω]]) [[κύβος]]<br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] [[σχήμα]] κύβου («ἀεὶ τὸ [[πλῆθος]] τῷ σχήματι κυβίζουσι καὶ στερεὸν ἐκ πάντων ποιοῦσιν ἕξ ἴσοις ἐπιπέδοις περιεχόμενοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υψώνω]] αριθμό στον κύβο, στην [[τρίτη]] [[δύναμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνάπτω]] [[μεταξύ]] τους [[πολλά]] ομοειδή αντικείμενα με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματιστεί από αυτά [[σωρός]] με τις διαστάσεις του κυβικού μέτρου ή μεγαλύτερος [[σωρός]], σχήματος ορθογωνίου ή τετραγώνου, διαιρετού σε κυβικά [[μέτρα]]<br /><b>2.</b> [[μετρώ]] έναν όγκο ή χώρο σε κυβικά [[μέτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κυβίζομαι</i><br />πολλαπλασιάζομαι.<br /><b>(II)</b><br />[[κυβίζω]] (Μ) [[κύβη]]<br />[[χαμηλώνω]] το [[κεφάλι]], [[σκύβω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
(κύβος) make into a cube, τὸ πλῆθος τῷ σχήματι Plu.2.979f; of numbers, raise to the cube, Hero Metr.3.22:—Pass., Procl.Hyp.4.102, Theol.Ar.33; to be multiplied, Hippol.Haer.1.2.10.
German (Pape)
[Seite 1523] zum Würfel machen; Plut. sagt von den Thunfischen ἀεὶ τὸ πλῆθος τῷ σχήματι κυβίζουσι καὶ στερεὸν ἐκ πάντων ποιοῦσιν, ἓξ ἴσοις ἐπιπέδοις περιεχόμενον, sie bilden einen Würfel mit ihrer ganzen Masse, de sol. anim. 29. – Eine Zahl in den Kubus erheben, Theolog. arithm.
French (Bailly abrégé)
former ou figurer un cube.
Étymologie: κύβος.
Russian (Dvoretsky)
κῠβίζω: образовывать куб, принимать кубическую форму Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβίζω: μέλλ. -ίσω, (κύβος) ποιῶ τι εἰς σχῆμα κύβου, Πλούτ. 2. 979F· ― Παθ., ἀνυψοῦμαι εἰς τὸν κύβον, ἐπὶ ἀριθμῶν, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 55.
Greek Monolingual
(I)
(AM κυβίζω) κύβος
1. δίνω σε κάτι σχήμα κύβου («ἀεὶ τὸ πλῆθος τῷ σχήματι κυβίζουσι καὶ στερεὸν ἐκ πάντων ποιοῦσιν ἕξ ἴσοις ἐπιπέδοις περιεχόμενοι», Πλούτ.)
2. υψώνω αριθμό στον κύβο, στην τρίτη δύναμη
νεοελλ.
1. συνάπτω μεταξύ τους πολλά ομοειδή αντικείμενα με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματιστεί από αυτά σωρός με τις διαστάσεις του κυβικού μέτρου ή μεγαλύτερος σωρός, σχήματος ορθογωνίου ή τετραγώνου, διαιρετού σε κυβικά μέτρα
2. μετρώ έναν όγκο ή χώρο σε κυβικά μέτρα
αρχ.
παθ. κυβίζομαι
πολλαπλασιάζομαι.
(II)
κυβίζω (Μ) κύβη
χαμηλώνω το κεφάλι, σκύβω.