κυβίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyvizo
|Transliteration C=kyvizo
|Beta Code=kubi/zw
|Beta Code=kubi/zw
|Definition=(κύβος) [[make into a cube]], τὸ πλῆθος τῷ σχήματι Plu.2.979f; of numbers, [[raise to the cube]], <span class="bibl">Hero <span class="title">Metr.</span>3.22</span>:—Pass., <span class="bibl">Procl.<span class="title">Hyp.</span>4.102</span>, <span class="title">Theol.Ar.</span>33; to [[be multiplied]], <span class="bibl">Hippol.<span class="title">Haer.</span>1.2.10</span>.
|Definition=([[κύβος]]) [[make into a cube]], τὸ πλῆθος τῷ σχήματι Plu.2.979f; of numbers, [[raise to the cube]], Hero ''Metr.''3.22:—Pass., Procl.''Hyp.''4.102, ''Theol.Ar.''33; to [[be multiplied]], Hippol.''Haer.''1.2.10.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβίζω Medium diacritics: κυβίζω Low diacritics: κυβίζω Capitals: ΚΥΒΙΖΩ
Transliteration A: kybízō Transliteration B: kybizō Transliteration C: kyvizo Beta Code: kubi/zw

English (LSJ)

(κύβος) make into a cube, τὸ πλῆθος τῷ σχήματι Plu.2.979f; of numbers, raise to the cube, Hero Metr.3.22:—Pass., Procl.Hyp.4.102, Theol.Ar.33; to be multiplied, Hippol.Haer.1.2.10.

German (Pape)

[Seite 1523] zum Würfel machen; Plut. sagt von den Thunfischen ἀεὶ τὸ πλῆθος τῷ σχήματι κυβίζουσι καὶ στερεὸν ἐκ πάντων ποιοῦσιν, ἓξ ἴσοις ἐπιπέδοις περιεχόμενον, sie bilden einen Würfel mit ihrer ganzen Masse, de sol. anim. 29. – Eine Zahl in den Kubus erheben, Theolog. arithm.

French (Bailly abrégé)

former ou figurer un cube.
Étymologie: κύβος.

Russian (Dvoretsky)

κῠβίζω: образовывать куб, принимать кубическую форму Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβίζω: μέλλ. -ίσω, (κύβος) ποιῶ τι εἰς σχῆμα κύβου, Πλούτ. 2. 979F· ― Παθ., ἀνυψοῦμαι εἰς τὸν κύβον, ἐπὶ ἀριθμῶν, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 55.

Greek Monolingual

(I)
(AM κυβίζω) κύβος
1. δίνω σε κάτι σχήμα κύβου («ἀεὶ τὸ πλῆθος τῷ σχήματι κυβίζουσι καὶ στερεὸν ἐκ πάντων ποιοῦσιν ἕξ ἴσοις ἐπιπέδοις περιεχόμενοι», Πλούτ.)
2. υψώνω αριθμό στον κύβο, στην τρίτη δύναμη
νεοελλ.
1. συνάπτω μεταξύ τους πολλά ομοειδή αντικείμενα με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματιστεί από αυτά σωρός με τις διαστάσεις του κυβικού μέτρου ή μεγαλύτερος σωρός, σχήματος ορθογωνίου ή τετραγώνου, διαιρετού σε κυβικά μέτρα
2. μετρώ έναν όγκο ή χώρο σε κυβικά μέτρα
αρχ.
παθ. κυβίζομαι
πολλαπλασιάζομαι.
(II)
κυβίζω (Μ) κύβη
χαμηλώνω το κεφάλι, σκύβω.