ῥιπτασμός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=riptasmos
|Transliteration C=riptasmos
|Beta Code=r(iptasmo/s
|Beta Code=r(iptasmo/s
|Definition=ὁ, [[throwing]] or [[tossing about]], τῶν μελέων <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>54</span>: abs., [[tossing about]] in bed, <span class="bibl">Id.<span class="title">Coac.</span>81</span>, Plu.2.455b; ἄση λύπη μετὰ ῥιπτασμοῦ <span class="title">Stoic.</span> 3.100.
|Definition=ὁ, [[agitation]], [[convulsion]], [[throwing about]] or [[tossing about]], τῶν μελέων Hp.''Acut.''54: abs., [[tossing about]] in bed, Id.''Coac.''81, Plu.2.455b; ἄση λύπη μετὰ ῥιπτασμοῦ ''Stoic.'' 3.100.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />agitation continuelle, <i>fig.</i> inquiétude <i>ou</i> agitation d’un malade.<br />'''Étymologie:''' [[ῥιπτάζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />agitation continuelle, <i>fig.</i> inquiétude <i>ou</i> agitation d'un malade.<br />'''Étymologie:''' [[ῥιπτάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥιπτασμός:''' ὁ [[беспокойные движения]], [[волнение]], [[метание]] (ῥ. καὶ [[διαβόησις]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ῥιπτασμός]], ΝΜΑ [[ῥιπτάζω]]<br />[[στριφογύρισμα]] στο [[κρεβάτι]] από [[ανησυχία]] και [[αϋπνία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> νευρική [[διαταραχή]] που εκδηλώνεται με κινήσεις ασύντακτες και [[χωρίς]] [[συνέχεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να ρίχνεται [[κανείς]] εδώ και [[εκεί]]<br /><b>2.</b> [[αμφιταλάντευση]].
|mltxt=ο / [[ῥιπτασμός]], ΝΜΑ [[ῥιπτάζω]]<br />[[στριφογύρισμα]] στο [[κρεβάτι]] από [[ανησυχία]] και [[αϋπνία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> νευρική [[διαταραχή]] που εκδηλώνεται με κινήσεις ασύντακτες και [[χωρίς]] [[συνέχεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να ρίχνεται [[κανείς]] εδώ και [[εκεί]]<br /><b>2.</b> [[αμφιταλάντευση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥιπτασμός:''' ὁ [[беспокойные движения]], [[волнение]], [[метание]] (ῥ. καὶ [[διαβόησις]] Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιπτασμός Medium diacritics: ῥιπτασμός Low diacritics: ριπτασμός Capitals: ΡΙΠΤΑΣΜΟΣ
Transliteration A: rhiptasmós Transliteration B: rhiptasmos Transliteration C: riptasmos Beta Code: r(iptasmo/s

English (LSJ)

ὁ, agitation, convulsion, throwing about or tossing about, τῶν μελέων Hp.Acut.54: abs., tossing about in bed, Id.Coac.81, Plu.2.455b; ἄση λύπη μετὰ ῥιπτασμοῦ Stoic. 3.100.

German (Pape)

[Seite 845] ὁ, das Hin- u. Herwerfen, u. intrans., das sich Hin- u. Herwerfen, Unruhe im Liegen; Hippocr.; καὶ διαβόησις, Plut. de cohib. ira 5; übertr., innere Unruhe, Seelenangst, Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
agitation continuelle, fig. inquiétude ou agitation d'un malade.
Étymologie: ῥιπτάζω.

Russian (Dvoretsky)

ῥιπτασμός:беспокойные движения, волнение, метание (ῥ. καὶ διαβόησις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥιπτασμός: ὁ, τὸ ῥιπτάζεσθαι, ἡ ἀνήσυχος κίνησις, τῶν μελέων Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393· ἀπολ., τὸ ἀνησύχως στρέφεσθαι ἐν τῇ κλίνῃ, ὁ αὐτ. ἐν Κωακ. Προγν. 129, Πλούτ. 2. 455Β. - Περὶ τῆς ἡμαρτημένης γραφῆς ῥυπασμὸς παρ’ Εὐστ. 1849, 15, ἀντὶ ῥιπτασμός, ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙϚ΄, Σ. 534, κἑξ., ἴδε ῥύπασμα.

Greek Monolingual

ο / ῥιπτασμός, ΝΜΑ ῥιπτάζω
στριφογύρισμα στο κρεβάτι από ανησυχία και αϋπνία
νεοελλ.
ιατρ. νευρική διαταραχή που εκδηλώνεται με κινήσεις ασύντακτες και χωρίς συνέχεια
αρχ.
1. το να ρίχνεται κανείς εδώ και εκεί
2. αμφιταλάντευση.