κοροπλάθος: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koroplathos | |Transliteration C=koroplathos | ||
|Beta Code=koropla/qos | |Beta Code=koropla/qos | ||
|Definition=[ᾰ], ὁ, [[modeller of small figures]], [[image-maker]], | |Definition=[ᾰ], ὁ, [[modeller of small figures]], [[image-maker]], Pl.''Tht.''147b, Isoc.15.2, Luc.''Lex.''22; name of a play by Antiphanes: —in Hellenistic Gr. [[κοροπλάστης]], ου, ὁ, ''EM''530.11, Moer. p.234 P. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, modeller of small figures, image-maker, Pl.Tht.147b, Isoc.15.2, Luc.Lex.22; name of a play by Antiphanes: —in Hellenistic Gr. κοροπλάστης, ου, ὁ, EM530.11, Moer. p.234 P.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fabricant de poupées ou de figurines en cire, en plâtre, en terre, etc.
Étymologie: κόρη, πλάσσω.
Greek (Liddell-Scott)
κοροπλάθος: -ον, ὁ πλάτων προπλάσματα ἀγαλματίων ἢ πλαγγόνων, εἰδωλοποιός, Πλάτ. Θεαίτ. 147Β, Λουκ. Λεξιφ. 22· ὄνομα δράματός τινος τοῦ Ἀντιφάνους· ― παρ’ Ἑλληνισταῖς κορο-πλάστης, Ἐτυμολ. Μέγ. καὶ Μοῖρις ἐν λέξ.· ― πρβλ. ἰνοπλάθος.
Greek Monolingual
ο (Α κοροπλάθος)
ο κατασκευαστής πήλινων ή κέρινων αγαλματιδίων, συνήθως κορών («τοῖς ὑπὸ τῶν κοροπλάθων εἰς τὴν ἀγορὰν πλαττομένοις ἐοικώς», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -πλάθος (< πλάσσω), πρβλ. λογοπλάθος, πηλοπλάθος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοροπλάθος -ου, ὁ [κόρη, πλάσσω] maker van figuurtjes.
German (Pape)
Puppen aus Wachs od. Ton bildend, Isocr. 15.2 und Sp., wie Luc. Lexiph. 22.