ῥαφεύς: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rafeys
|Transliteration C=rafeys
|Beta Code=r(afeu/s
|Beta Code=r(afeu/s
|Definition=έως, ὁ, (ῥάπτω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[stitcher]], [[patcher]], [[cobbler]], <span class="bibl">Poll.7.42</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">ῥ. φόνου</b> [[planner]] of murder, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1604</span>.</span>
|Definition=-έως, ὁ, ([[ῥάπτω]])<br><span class="bld">A</span> [[stitcher]], [[patcher]], [[cobbler]], Poll.7.42.<br><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">ῥ. φόνου</b> [[planner]] of murder, A.''Ag.''1604.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0835.png Seite 835]] ὁ, der Näher, Flicker, Sticker, u. übertr., ῥ. φόνου, der Mordanstifter, Aesch. Ag. 1586.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0835.png Seite 835]] ὁ, der Näher, Flicker, Sticker, u. übertr., ῥ. φόνου, der Mordanstifter, Aesch. Ag. 1586.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />[[celui qui trame un complot]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥάπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥᾰφεύς:''' έως ὁ [[ῥάπτω]] 4] зачинщик, вдохновитель (φόνου Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥᾰφεύς''': έως, ὁ, ([[ῥάπτω]]) [[ῥάπτης]], Πολυδ. Ζ΄, 42. 2) μεταφορ., φόνου [[ῥαφεύς]], ἠθικὸς αὐτουργὸς φόνου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1604.
|lstext='''ῥᾰφεύς''': έως, ὁ, ([[ῥάπτω]]) [[ῥάπτης]], Πολυδ. Ζ΄, 42. 2) μεταφορ., φόνου [[ῥαφεύς]], ἠθικὸς αὐτουργὸς φόνου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1604.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />celui qui trame un complot.<br />'''Étymologie:''' [[ῥάπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, ΜΑ<br />ο [[ράφτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ῥαφεὺς φόνου» — αυτός που μηχανεύεται, που προετοιμάζει τον φόνο κάποιου («[[κἀγώ]] δίκαιου τοῡδε τοῦ φόνου [[ῥαφεύς]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥαφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γραφ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=-έως, ὁ, ΜΑ<br />ο [[ράφτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ῥαφεὺς φόνου» — αυτός που μηχανεύεται, που προετοιμάζει τον φόνο κάποιου («[[κἀγώ]] δίκαιου τοῦδε τοῦ φόνου [[ῥαφεύς]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥαφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[γραφεύς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥᾰφεύς:''' -έως, ὁ ([[ῥάπτω]]), [[μπαλωματής]], [[ράφτης]]· μεταφ., <i>ῥαφεὺς φόνου</i>, αυτός που σχεδιάζει, [[ηθικός]] [[αυτουργός]] φόνου, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ῥᾰφεύς:''' -έως, ὁ ([[ῥάπτω]]), [[μπαλωματής]], [[ράφτης]]· μεταφ., <i>ῥαφεὺς φόνου</i>, αυτός που σχεδιάζει, [[ηθικός]] [[αυτουργός]] φόνου, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥᾰφεύς:''' έως ὁ [[ῥάπτω]] 4] зачинщик, вдохновитель (φόνου Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾰφεύς Medium diacritics: ῥαφεύς Low diacritics: ραφεύς Capitals: ΡΑΦΕΥΣ
Transliteration A: rhapheús Transliteration B: rhapheus Transliteration C: rafeys Beta Code: r(afeu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, (ῥάπτω)
A stitcher, patcher, cobbler, Poll.7.42.
2 metaph., ῥ. φόνου planner of murder, A.Ag.1604.

German (Pape)

[Seite 835] ὁ, der Näher, Flicker, Sticker, u. übertr., ῥ. φόνου, der Mordanstifter, Aesch. Ag. 1586.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
celui qui trame un complot.
Étymologie: ῥάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾰφεύς: έως ὁ ῥάπτω 4] зачинщик, вдохновитель (φόνου Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰφεύς: έως, ὁ, (ῥάπτω) ῥάπτης, Πολυδ. Ζ΄, 42. 2) μεταφορ., φόνου ῥαφεύς, ἠθικὸς αὐτουργὸς φόνου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1604.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, ΜΑ
ο ράφτης
αρχ.
φρ. «ῥαφεὺς φόνου» — αυτός που μηχανεύεται, που προετοιμάζει τον φόνο κάποιου («κἀγώ δίκαιου τοῦδε τοῦ φόνου ῥαφεύς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφή + κατάλ. -εύς (πρβλ. γραφεύς)].

Greek Monotonic

ῥᾰφεύς: -έως, ὁ (ῥάπτω), μπαλωματής, ράφτης· μεταφ., ῥαφεὺς φόνου, αυτός που σχεδιάζει, ηθικός αυτουργός φόνου, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ῥᾰφεύς, έως, ὁ, ῥάπτω
a stitcher, patcher: metaph., ῥ. φόνου a planner of murder, Aesch.

English (Woodhouse)

deviser

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)