πονήρευμα: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ponirevma
|Transliteration C=ponirevma
|Beta Code=ponh/reuma
|Beta Code=ponh/reuma
|Definition=ατος, τό, in pl., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">villainies</b>, <span class="bibl">D.19.257</span>, <span class="bibl">D.H.6.84</span>: sg., <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>3.115a</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Medic., in sg., <b class="b2">bad state</b> or <b class="b2">condition</b>, Gal.19.138.</span>
|Definition=-ατος, τό, in plural,<br><span class="bld">A</span> [[villainies]], D.19.257, D.H.6.84: sg., Jul.''Or.''3.115a.<br><span class="bld">II</span> Medic., in sg., [[bad state]] or [[condition]], Gal.19.138.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0680.png Seite 680]] τό, böse Handlung; Dem. 25, 60; D. Hal. 6, 84.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0680.png Seite 680]] τό, böse Handlung; Dem. 25, 60; D. Hal. 6, 84.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πονήρευμα''': τό, πανοῦργον [[τέχνασμα]], ἐν τῷ πληθ., Δημ. 423. 23, Διον. Ἁλ. 6. 84, κτλ.
|btext=ατος (τό) :<br />[[mauvaise action]].<br />'''Étymologie:''' [[πονηρεύομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=πονήρευμα -ατος, τό [πονηρεύομαι] steeds plur., schurkenstreken.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ατος (τό) :<br />mauvaise action.<br />'''Étymologie:''' [[πονηρεύομαι]].
|elrutext='''πονήρευμα:''' ατος τό дурной поступок Dem.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ατος, το, ΝΑ, και πονήρεμα Ν [[πονηρεύω]] / [[πονηρεύομαι]]]]<br />(<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>τα πονηρεύματα</i><br />πανούργο [[τέχνασμα]], πονηρή [[πράξη]], [[κατεργαριά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ιατρ.</b> κακή ψυχική [[διάθεση]] ή [[φυσική]] [[κατάσταση]].
|mltxt=-ατος, το, ΝΑ, και πονήρεμα Ν [[πονηρεύω]] / [[πονηρεύομαι]]<br />(<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>τα πονηρεύματα</i><br />πανούργο [[τέχνασμα]], πονηρή [[πράξη]], [[κατεργαριά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ιατρ.</b> κακή ψυχική [[διάθεση]] ή [[φυσική]] [[κατάσταση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πονήρευμα:''' τό, απατηλό [[τέχνασμα]], πονηρό [[μηχάνευμα]], σε πληθ., σε Δημ.
|lsmtext='''πονήρευμα:''' τό, απατηλό [[τέχνασμα]], πονηρό [[μηχάνευμα]], σε πληθ., σε Δημ.
}}
{{ls
|lstext='''πονήρευμα''': τό, πανοῦργον [[τέχνασμα]], ἐν τῷ πληθ., Δημ. 423. 23, Διον. Ἁλ. 6. 84, κτλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πονήρευμα]], ατος, τό,<br />a [[knavish]] [[trick]], in plural, Dem. [from [[πονηρεύομαι]]
}}
}}

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πονήρευμα Medium diacritics: πονήρευμα Low diacritics: πονήρευμα Capitals: ΠΟΝΗΡΕΥΜΑ
Transliteration A: ponḗreuma Transliteration B: ponēreuma Transliteration C: ponirevma Beta Code: ponh/reuma

English (LSJ)

-ατος, τό, in plural,
A villainies, D.19.257, D.H.6.84: sg., Jul.Or.3.115a.
II Medic., in sg., bad state or condition, Gal.19.138.

German (Pape)

[Seite 680] τό, böse Handlung; Dem. 25, 60; D. Hal. 6, 84.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mauvaise action.
Étymologie: πονηρεύομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πονήρευμα -ατος, τό [πονηρεύομαι] steeds plur., schurkenstreken.

Russian (Dvoretsky)

πονήρευμα: ατος τό дурной поступок Dem.

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΑ, και πονήρεμα Ν πονηρεύω / πονηρεύομαι
(κυρίως στον πληθ.) τα πονηρεύματα
πανούργο τέχνασμα, πονηρή πράξη, κατεργαριά
αρχ.
ιατρ. κακή ψυχική διάθεση ή φυσική κατάσταση.

Greek Monotonic

πονήρευμα: τό, απατηλό τέχνασμα, πονηρό μηχάνευμα, σε πληθ., σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

πονήρευμα: τό, πανοῦργον τέχνασμα, ἐν τῷ πληθ., Δημ. 423. 23, Διον. Ἁλ. 6. 84, κτλ.

Middle Liddell

πονήρευμα, ατος, τό,
a knavish trick, in plural, Dem. [from πονηρεύομαι