ἀκράτιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(4000)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akratistos
|Transliteration C=akratistos
|Beta Code=a)kra/tistos
|Beta Code=a)kra/tistos
|Definition=ον, <span class="bibl">Theoc.1.51</span> codd. <b class="b3">πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">having made a</b> dry <b class="b2">breakfast</b>, i.e. none at all; vv.ll. <b class="b3">ἀκρατισμόν</b> (Sch.), <b class="b3">ἀνάριστον</b> <b class="b2">dinnerless</b>.</span>
|Definition=ἀκράτιστον, Theoc.1.51 codd. <b class="b3">πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ</b> [[having made a]] dry [[breakfast]], i.e. none at all; vv.ll. [[ἀκρατισμόν]] (Sch.), [[ἀνάριστον]] [[dinnerless]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾱ-]<br />[[que desayuna]] πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ hasta que no consiga que el niño se siente a desayunar pan seco</i> Theoc.1.51.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[petit-déjeuner]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀκρατίζομαι]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἀκράτισμα]], [[ἄριστον]]², [[δεῖπνον]], [[δόρπον]].
}}
{{pape
|ptext=Theocr. 1.51 πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ, bis er ihn zu einem, der auf dem Trockenen, d.i. gar nicht [[gefrühstückt]] hat, [[gemacht]]. Bergk conj. [[ἀκράστιστος]], was Lobeck <i>[[Paralip]]</i>. p. 539 verwirft.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκράτιστος:''' (ᾱτ) позавтракавший: ἀ. ἐπὶ ξηροῖσι Theocr. позавтракавший всухую, т. е. оставшийся без завтрака.
}}
{{ls
|lstext='''ἀκράτιστος''': [κρᾱ], ον, [[εἶναι]] ἡ τῶν χειρογράφων γραφὴ ἐν Θεοκρ. 1. 51, πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ, ἣν ὑπερασπίζει ὁ Ἕρμαννος, [[ὅστις]] ἑρμηνεύει ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι = ἀφοῦ ἔλαβε ξηρὸν πρόγευμα (δηλ. οὐδὲν πρόγευμα). Ἂν ταύτην τὴν γραφὴν δεχθῶμεν, τὸ ἐπὶ ξηροῖσι πρέπει νὰ συναφθῇ πρὸς τὸ καθίξῃ καὶ νὰ ἑρμηνευθῇ = πρὶν καθίσῃ αὐτὸν ἐπὶ ξηροῦ ἐδάφους τ. ἔ. πρὶν καταστήσῃ αὐτὸν ἐνδεᾶ καὶ ἐστερημένον παντός: - οὕτω ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας: ἐπ’ οὔδεϊ φῶτα καθίσσαι, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 284· πρβλ. τὸ τοῦ Ὀβιδίου in siccâ destitui.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκράτιστος:''' [κρᾱ], -ον ([[ἀκρατίζομαι]]), αυτός που έχει προγευματίσει, σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀκρατίζομαι]], having breakfasted, Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρᾱτιστος Medium diacritics: ἀκράτιστος Low diacritics: ακράτιστος Capitals: ΑΚΡΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akrátistos Transliteration B: akratistos Transliteration C: akratistos Beta Code: a)kra/tistos

English (LSJ)

ἀκράτιστον, Theoc.1.51 codd. πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ having made a dry breakfast, i.e. none at all; vv.ll. ἀκρατισμόν (Sch.), ἀνάριστον dinnerless.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
que desayuna πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ hasta que no consiga que el niño se siente a desayunar pan seco Theoc.1.51.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
petit-déjeuner.
Étymologie: ἀκρατίζομαι.
Par. ἀκράτισμα, ἄριστον², δεῖπνον, δόρπον.

German (Pape)

Theocr. 1.51 πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ, bis er ihn zu einem, der auf dem Trockenen, d.i. gar nicht gefrühstückt hat, gemacht. Bergk conj. ἀκράστιστος, was Lobeck Paralip. p. 539 verwirft.

Russian (Dvoretsky)

ἀκράτιστος: (ᾱτ) позавтракавший: ἀ. ἐπὶ ξηροῖσι Theocr. позавтракавший всухую, т. е. оставшийся без завтрака.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκράτιστος: [κρᾱ], ον, εἶναι ἡ τῶν χειρογράφων γραφὴ ἐν Θεοκρ. 1. 51, πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ, ἣν ὑπερασπίζει ὁ Ἕρμαννος, ὅστις ἑρμηνεύει ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι = ἀφοῦ ἔλαβε ξηρὸν πρόγευμα (δηλ. οὐδὲν πρόγευμα). Ἂν ταύτην τὴν γραφὴν δεχθῶμεν, τὸ ἐπὶ ξηροῖσι πρέπει νὰ συναφθῇ πρὸς τὸ καθίξῃ καὶ νὰ ἑρμηνευθῇ = πρὶν καθίσῃ αὐτὸν ἐπὶ ξηροῦ ἐδάφους τ. ἔ. πρὶν καταστήσῃ αὐτὸν ἐνδεᾶ καὶ ἐστερημένον παντός: - οὕτω ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας: ἐπ’ οὔδεϊ φῶτα καθίσσαι, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 284· πρβλ. τὸ τοῦ Ὀβιδίου in siccâ destitui.

Greek Monotonic

ἀκράτιστος: [κρᾱ], -ον (ἀκρατίζομαι), αυτός που έχει προγευματίσει, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἀκρατίζομαι, having breakfasted, Theocr.