συνέπεια: Difference between revisions
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synepeia | |Transliteration C=synepeia | ||
|Beta Code=sune/peia | |Beta Code=sune/peia | ||
|Definition=ἡ, (ἔπος) [[connection of words]] or [[verses]], | |Definition=ἡ, ([[ἔπος]]) [[connection of words]] or [[verses]], [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''23 ([[varia lectio|v.l.]] [[συνέχεια]]), A.D.''Synt.''41.25; acc. sg. <b class="b3">συνεπ[ει]αν</b> is dub. l. in Phld.''Po.''2.28. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επακολούθημα]], [[αποτέλεσμα]], [[απόρροια]], [[επίπτωση]] (α. «η έντονη [[κούραση]] [[είναι]] [[συνέπεια]] της αρρώστιας του» β. «ευτυχώς που η [[συμπεριφορά]] του δεν είχε συνέπειες στη [[βαθμολογία]] του»)<br /><b>2.</b> [[λογική]] [[ακολουθία]]<br /><b>3.</b> το να [[είναι]] [[κανείς]] [[πιστός]] στον λόγο, στις υποχρεώσεις ή στο [[καθήκον]] του<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] [[συνέπεια]]» — σύμφωνα με τη [[φυσική]] [[εξέλιξη]] τών πραγμάτων, [[συνεπώς]], [[επομένως]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σύνδεση]], [[συνειρμός]] τών λέξεων ή τών στίχων («τί ἔστι [[συνέπεια]]; ἡ [[σύμφρασις]] καὶ [[συνακολούθησις]] τοῦ λόγου», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>έπεια</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>επής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]]), | |mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επακολούθημα]], [[αποτέλεσμα]], [[απόρροια]], [[επίπτωση]] (α. «η έντονη [[κούραση]] [[είναι]] [[συνέπεια]] της αρρώστιας του» β. «ευτυχώς που η [[συμπεριφορά]] του δεν είχε συνέπειες στη [[βαθμολογία]] του»)<br /><b>2.</b> [[λογική]] [[ακολουθία]]<br /><b>3.</b> το να [[είναι]] [[κανείς]] [[πιστός]] στον λόγο, στις υποχρεώσεις ή στο [[καθήκον]] του<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] [[συνέπεια]]» — σύμφωνα με τη [[φυσική]] [[εξέλιξη]] τών πραγμάτων, [[συνεπώς]], [[επομένως]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σύνδεση]], [[συνειρμός]] τών λέξεων ή τών στίχων («τί ἔστι [[συνέπεια]]; ἡ [[σύμφρασις]] καὶ [[συνακολούθησις]] τοῦ λόγου», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>έπεια</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>επής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]]), [[πρβλ]]. [[αρτιέπεια]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, (ἔπος) connection of words or verses, D.H.Comp.23 (v.l. συνέχεια), A.D.Synt.41.25; acc. sg. συνεπ[ει]αν is dub. l. in Phld.Po.2.28.
German (Pape)
[Seite 1016] ἡ, der Zusammenhang der Worte, der Context, D. Hal. de C. V. 23 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνέπεια: ἡ, (ἔπος) συναφή, συνειρμὸς λέξεων ἢ στίχων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23 (ἕτεροι συνέχεια), Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 41· «τί ἐστι συνέπεια; ἡ σύμφρασις καὶ συνακολούθησις τοῦ λόγου» Σχόλ. εἰς Διονύσ. ἐν Viloison Ἀνεκδ. τ. 2, σ. 112, 13, κλπ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. επακολούθημα, αποτέλεσμα, απόρροια, επίπτωση (α. «η έντονη κούραση είναι συνέπεια της αρρώστιας του» β. «ευτυχώς που η συμπεριφορά του δεν είχε συνέπειες στη βαθμολογία του»)
2. λογική ακολουθία
3. το να είναι κανείς πιστός στον λόγο, στις υποχρεώσεις ή στο καθήκον του
4. φρ. «κατά συνέπεια» — σύμφωνα με τη φυσική εξέλιξη τών πραγμάτων, συνεπώς, επομένως
μσν.-αρχ.
σύνδεση, συνειρμός τών λέξεων ή τών στίχων («τί ἔστι συνέπεια; ἡ σύμφρασις καὶ συνακολούθησις τοῦ λόγου», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -έπεια (< -επής < ἔπος), πρβλ. αρτιέπεια].