ἐπιτιμητικός: Difference between revisions
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
m (LSJ1 replacement) |
|||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epitimitikos | |Transliteration C=epitimitikos | ||
|Beta Code=e)pitimhtiko/s | |Beta Code=e)pitimhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιτιμητική, ἐπιτιμητικόν, [[censorious]], [[critical]], Luc. ''JTr.''23; λόγος ἐ. Pl.''Def.''416 fin.; σχῆμα D.H.''Th.''44; ἐμειδίασεν-ητικόν Aristaenet.1.4; προσβλέψας ἡμῖν -κόν τι Gal.8.655. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0994.png Seite 994]] ή, όν, zum Strafen, Tadeln gehörig, tadelnd, [[λόγος]] Plat. defin. 416; vom Momos, zum Tadel geneigt, Luc. Iov. trag. 23; a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0994.png Seite 994]] ή, όν, zum Strafen, Tadeln gehörig, tadelnd, [[λόγος]] Plat. defin. 416; vom Momos, zum Tadel geneigt, Luc. Iov. trag. 23; a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[enclin à blâmer]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτιμάω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιτῑμητικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[порицательный]], [[порицающий]] ([[λόγος]] Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[склонный порицать]], [[придирчивый]] (''[[sc.]]'' [[Μῶμος]] Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιτῑμητικός''': ή όν, ὁ ἐπιτιμῶν ἢ ἀγαπῶν νὰ ἐπιτιμᾷ, Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 23· [[λόγος]] ἐπ. Ὄροι Πλάτ. 416 ἐν τέλει. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰω. Χρυσ. τ. 2. σ. 328, 26, κλ | |lstext='''ἐπιτῑμητικός''': ή όν, ὁ ἐπιτιμῶν ἢ ἀγαπῶν νὰ ἐπιτιμᾷ, Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 23· [[λόγος]] ἐπ. Ὄροι Πλάτ. 416 ἐν τέλει. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰω. Χρυσ. τ. 2. σ. 328, 26, κλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιτιμητικός]], -ή -όν) [[επιτιμητής]]<br />ο [[κατάλληλος]] για [[επιτίμηση]], αυτός που γίνεται για [[επίπληξη]] (« | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιτιμητικός]], -ή -όν) [[επιτιμητής]]<br />ο [[κατάλληλος]] για [[επιτίμηση]], αυτός που γίνεται για [[επίπληξη]] («([[τέλος]]) [[νουθέτησις]] [[λόγος]] ἐπιτιμητικὸς ἀπὸ γνώμης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, ο [[φιλοκατήγορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιτιμητικώς</i> και -<i>ά</i><br />με επιτιμητικό τρόπο, επικριτικά, αποδοκιμαστικά. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπιτιμητική, ἐπιτιμητικόν, censorious, critical, Luc. JTr.23; λόγος ἐ. Pl.Def.416 fin.; σχῆμα D.H.Th.44; ἐμειδίασεν-ητικόν Aristaenet.1.4; προσβλέψας ἡμῖν -κόν τι Gal.8.655.
German (Pape)
[Seite 994] ή, όν, zum Strafen, Tadeln gehörig, tadelnd, λόγος Plat. defin. 416; vom Momos, zum Tadel geneigt, Luc. Iov. trag. 23; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
enclin à blâmer.
Étymologie: ἐπιτιμάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτῑμητικός:
1 порицательный, порицающий (λόγος Plat.);
2 склонный порицать, придирчивый (sc. Μῶμος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτῑμητικός: ή όν, ὁ ἐπιτιμῶν ἢ ἀγαπῶν νὰ ἐπιτιμᾷ, Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 23· λόγος ἐπ. Ὄροι Πλάτ. 416 ἐν τέλει. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰω. Χρυσ. τ. 2. σ. 328, 26, κλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐπιτιμητικός, -ή -όν) επιτιμητής
ο κατάλληλος για επιτίμηση, αυτός που γίνεται για επίπληξη («(τέλος) νουθέτησις λόγος ἐπιτιμητικὸς ἀπὸ γνώμης», Πλάτ.)
αρχ.
αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, ο φιλοκατήγορος.
επίρρ...
επιτιμητικώς και -ά
με επιτιμητικό τρόπο, επικριτικά, αποδοκιμαστικά.