προσπτήσσω: Difference between revisions
(6_2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosptisso | |Transliteration C=prosptisso | ||
|Beta Code=prospth/ssw | |Beta Code=prospth/ssw | ||
|Definition= | |Definition=[[crouch]] or [[cower towards]], <b class="b3">ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι</b> (Ep. pf. part. for [[προσπεπτηκυῖαι]]) headlands [[verging towards]] the harbour, i.e. shutting it in, Od.13.98. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0779.png Seite 779]] von Buttmann angenommene Präsensform, um [[ποτιπεπτηυῖα]] abzuleiten, welches unter [[προσπίπτω]] nachzusehen ist. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0779.png Seite 779]] von Buttmann angenommene Präsensform, um [[ποτιπεπτηυῖα]] abzuleiten, welches unter [[προσπίπτω]] nachzusehen ist. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-πτήσσω hellen, alleen ep. ptc. perf.: ἀκταί... λιμένος ποτιπεπτηυῖαι voorgebergte dat afloopt naar de haven Od. 13.98. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσπτήσσω:''' дор. [[ποτιπτήσσω]] прислоняться: ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (= * προσπεπτηκυῖαι) Hom. защищающие бухту скалистые берега. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[παρουσιάζω]] [[κλίση]] [[προς]] μια [[διεύθυνση]], [[κλίνω]], [[γέρνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτύσσω]] «[[ζαρώνω]], [[κλίνω]]»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσπτήσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[σκύβω]] ή [[ζαρώνω]] προς τα [[κάπου]], <i>ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι</i> (Επικ. μτχ. παρακ. αντί <i>προσπεπτηκυῖαι</i>), ακρωτήρια κλίνουν προς το [[λιμάνι]], δηλ. το περιβάλλουν, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσπτήσσω''': [[κλίνω]] [[πρός]] τι, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ. ἀντὶ προσπεπτηκυῖαι), ἀπόκρημνοι ἀκταὶ προσνεύουσαι, προσκλίνουσαι πρὸς τὸν λιμένα, δηλ. περικλείουσαι αὐτόν, Ὀδ. Ν. 98· - κατὰ τύπον ἠδύνατο νὰ ἀνήκῃ καὶ εἰς τὸ [[προσπίπτω]], ὡς καὶ [[συχνάκις]] λαμβάνεται· ἀλλ’ ἴδε [[καταπτήσσω]], [[ὑποπτήσσω]]. | |lstext='''προσπτήσσω''': [[κλίνω]] [[πρός]] τι, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ. ἀντὶ προσπεπτηκυῖαι), ἀπόκρημνοι ἀκταὶ προσνεύουσαι, προσκλίνουσαι πρὸς τὸν λιμένα, δηλ. περικλείουσαι αὐτόν, Ὀδ. Ν. 98· - κατὰ τύπον ἠδύνατο νὰ ἀνήκῃ καὶ εἰς τὸ [[προσπίπτω]], ὡς καὶ [[συχνάκις]] λαμβάνεται· ἀλλ’ ἴδε [[καταπτήσσω]], [[ὑποπτήσσω]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[crouch]] or [[cower]] [[towards]], ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτυῖαι (epic perf. [[part]]. for προσπεπτηκυῖαἰ headlands, verging [[towards]] the [[harbour]], i. e. shutting it in, Od. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
crouch or cower towards, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ep. pf. part. for προσπεπτηκυῖαι) headlands verging towards the harbour, i.e. shutting it in, Od.13.98.
German (Pape)
[Seite 779] von Buttmann angenommene Präsensform, um ποτιπεπτηυῖα abzuleiten, welches unter προσπίπτω nachzusehen ist.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-πτήσσω hellen, alleen ep. ptc. perf.: ἀκταί... λιμένος ποτιπεπτηυῖαι voorgebergte dat afloopt naar de haven Od. 13.98.
Russian (Dvoretsky)
προσπτήσσω: дор. ποτιπτήσσω прислоняться: ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (= * προσπεπτηκυῖαι) Hom. защищающие бухту скалистые берега.
Greek Monolingual
Α
παρουσιάζω κλίση προς μια διεύθυνση, κλίνω, γέρνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πτύσσω «ζαρώνω, κλίνω»].
Greek Monotonic
προσπτήσσω: μέλ. -ξω, σκύβω ή ζαρώνω προς τα κάπου, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Επικ. μτχ. παρακ. αντί προσπεπτηκυῖαι), ακρωτήρια κλίνουν προς το λιμάνι, δηλ. το περιβάλλουν, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
προσπτήσσω: κλίνω πρός τι, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ. ἀντὶ προσπεπτηκυῖαι), ἀπόκρημνοι ἀκταὶ προσνεύουσαι, προσκλίνουσαι πρὸς τὸν λιμένα, δηλ. περικλείουσαι αὐτόν, Ὀδ. Ν. 98· - κατὰ τύπον ἠδύνατο νὰ ἀνήκῃ καὶ εἰς τὸ προσπίπτω, ὡς καὶ συχνάκις λαμβάνεται· ἀλλ’ ἴδε καταπτήσσω, ὑποπτήσσω.
Middle Liddell
fut. ξω
to crouch or cower towards, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτυῖαι (epic perf. part. for προσπεπτηκυῖαἰ headlands, verging towards the harbour, i. e. shutting it in, Od.