ὁμοήθης: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
(1ba)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omoithis
|Transliteration C=omoithis
|Beta Code=o(moh/qhs
|Beta Code=o(moh/qhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of the same habits</b> or <b class="b2">character</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>510c</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1157a11</span> : Comp. <b class="b3">-έστερος</b> ib.<span class="bibl">1162a12</span> ; cf. [[ὁμήθης]].</span>
|Definition=ὁμοήθες, [[of the same habits]] or [[character]], [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 510c, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1157a11: Comp. ὁμοηθέστερος ib.1162a12; cf. [[ὁμήθης]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0334.png Seite 334]] ες, von demselben Character; Plat. Gorg. 510 c; καὶ ὁμοπαθεῖς, Arist. Eth. 8, 11. S. auch [[ὁμήθης]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0334.png Seite 334]] ες, von demselben Character; Plat. Gorg. 510 c; καὶ ὁμοπαθεῖς, Arist. Eth. 8, 11. S. auch [[ὁμήθης]].
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui a les mêmes mœurs <i>ou</i> le même caractère.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[ἦθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμοήθης:''' [[имеющий одинаковый нрав]], [[наделенный таким же характером]] Plat., Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμοήθης''': -ες, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ ἤθη, τὸν αὐτὸν χαρακτῆρα, Πλάτ. Γοργ. 510C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 11, 5· ὁμοηθέστερος [[αὐτόθι]] 12, 6· [[ὡσαύτως]] [[ὁμήθης]].
|lstext='''ὁμοήθης''': -ες, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ ἤθη, τὸν αὐτὸν χαρακτῆρα, Πλάτ. Γοργ. 510C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 11, 5· ὁμοηθέστερος [[αὐτόθι]] 12, 6· [[ὡσαύτως]] [[ὁμήθης]].
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui a les mêmes mœurs <i>ou</i> le même caractère.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[ἦθος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμοήθης]], -ες (ΑΜ, Α και [[ὁμήθης]], -ες)<br />αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἦθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλο</i>-<i>ήθης</i>].
|mltxt=[[ὁμοήθης]], -ες (ΑΜ, Α και [[ὁμήθης]], -ες)<br />αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἦθος]]), [[πρβλ]]. [[καλοήθης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμοήθης:''' -ες ([[ἦθος]]), αυτός που έχει τις ίδιες συνηθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα, σε Πλάτ., Αριστ.
|lsmtext='''ὁμοήθης:''' -ες ([[ἦθος]]), αυτός που έχει τις ίδιες συνηθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα, σε Πλάτ., Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμοήθης:''' имеющий одинаковый нрав, наделенный таким же характером Plat., Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁμο-ήθης, ες [[ἦθος]]<br />of the [[same]] habits or [[character]], Plat., Arist.
|mdlsjtxt=ὁμο-ήθης, ες [[ἦθος]]<br />of the [[same]] habits or [[character]], Plat., Arist.
}}
}}

Latest revision as of 10:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοήθης Medium diacritics: ὁμοήθης Low diacritics: ομοήθης Capitals: ΟΜΟΗΘΗΣ
Transliteration A: homoḗthēs Transliteration B: homoēthēs Transliteration C: omoithis Beta Code: o(moh/qhs

English (LSJ)

ὁμοήθες, of the same habits or character, Pl.Grg. 510c, Arist.EN1157a11: Comp. ὁμοηθέστερος ib.1162a12; cf. ὁμήθης.

German (Pape)

[Seite 334] ες, von demselben Character; Plat. Gorg. 510 c; καὶ ὁμοπαθεῖς, Arist. Eth. 8, 11. S. auch ὁμήθης.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui a les mêmes mœurs ou le même caractère.
Étymologie: ὁμός, ἦθος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοήθης: имеющий одинаковый нрав, наделенный таким же характером Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοήθης: -ες, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ ἤθη, τὸν αὐτὸν χαρακτῆρα, Πλάτ. Γοργ. 510C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 11, 5· ὁμοηθέστερος αὐτόθι 12, 6· ὡσαύτως ὁμήθης.

Greek Monolingual

ὁμοήθης, -ες (ΑΜ, Α και ὁμήθης, -ες)
αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. καλοήθης].

Greek Monotonic

ὁμοήθης: -ες (ἦθος), αυτός που έχει τις ίδιες συνηθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα, σε Πλάτ., Αριστ.

Middle Liddell

ὁμο-ήθης, ες ἦθος
of the same habits or character, Plat., Arist.