ἐξαυλίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksavlizomai
|Transliteration C=eksavlizomai
|Beta Code=e)cauli/zomai
|Beta Code=e)cauli/zomai
|Definition=[[leave one's quarters]], <b class="b3">ἐ. εἰς κώμας</b> [[go out of camp]] into villages, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>7.8.21</span>; <b class="b3">-ισάμενοι ἀνεμένομεν</b> [[varia lectio|v.l.]] in Luc.<span class="title">VH</span>1.37.
|Definition=[[leave one's quarters]], <b class="b3">ἐ. εἰς κώμας</b> [[go out of camp]] into villages, X.''An.''7.8.21; <b class="b3">-ισάμενοι ἀνεμένομεν</b> [[varia lectio|v.l.]] in Luc.''VH''1.37.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0874.png Seite 874]] dep. pass., aus dem Quartier aufbrechen, ausrücken, Xen. An. 7, 8, 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0874.png Seite 874]] dep. pass., aus dem Quartier aufbrechen, ausrücken, Xen. An. 7, 8, 21.
}}
{{bailly
|btext=changer de campement <i>ou</i> [[de quartier]], [[décamper]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[αὐλίζομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαυλίζομαι:''' выселяться, воен. выступать (с места стоянки), переносить свою стоянку (εἰς κώμας τινάς Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαυλίζομαι''': ἀποθ., [[ἐξέρχομαι]] τῆς αὐλῆς ἐν ᾗ διέμενον, ἐπὶ στρατοῦ, ἐξαυλισάμενοι ἀνεμένομεν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α. 37 (διαφ. γρ. ἐξοπλισάμενοι)· ὁ δὲ Ἀσιδάτης... ἐξαυλίζεται εἰς κώμας ὑπὸ τὸ Παρθένιον [[πόλισμα]] ἐχούσας, κατέλιπε τὴν θέσιν του καὶ ὑπῆγε καὶ ηὐλίσθη, κατέλυσεν εἰς κώμας, κτλ., Ξεν. Ἀν. 7. 8, 21.
|lstext='''ἐξαυλίζομαι''': ἀποθ., [[ἐξέρχομαι]] τῆς αὐλῆς ἐν ᾗ διέμενον, ἐπὶ στρατοῦ, ἐξαυλισάμενοι ἀνεμένομεν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α. 37 (διαφ. γρ. ἐξοπλισάμενοι)· ὁ δὲ Ἀσιδάτης... ἐξαυλίζεται εἰς κώμας ὑπὸ τὸ Παρθένιον [[πόλισμα]] ἐχούσας, κατέλιπε τὴν θέσιν του καὶ ὑπῆγε καὶ ηὐλίσθη, κατέλυσεν εἰς κώμας, κτλ., Ξεν. Ἀν. 7. 8, 21.
}}
{{bailly
|btext=changer de campement <i>ou</i> de quartier, décamper.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[αὐλίζομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαυλίζομαι:''' μέλ. <i>-ίσομαι</i>, αποθ., [[εγκαταλείπω]] το [[σημείο]] στρατοπέδευσης, [[εξέρχομαι]] από το [[στρατόπεδο]] προς την πόλη, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐξαυλίζομαι:''' μέλ. <i>-ίσομαι</i>, αποθ., [[εγκαταλείπω]] το [[σημείο]] στρατοπέδευσης, [[εξέρχομαι]] από το [[στρατόπεδο]] προς την πόλη, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαυλίζομαι:''' выселяться, воен. выступать (с места стоянки), переносить свою стоянку (εἰς κώμας τινάς Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ίσομαι<br />Dep. to [[leave]] one's [[quarters]], to go out of [[camp]] [[into]] villages, Xen.
|mdlsjtxt=fut. ίσομαι<br />Dep. to [[leave]] one's [[quarters]], to go out of [[camp]] [[into]] villages, Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαυλίζομαι Medium diacritics: ἐξαυλίζομαι Low diacritics: εξαυλίζομαι Capitals: ΕΞΑΥΛΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: exaulízomai Transliteration B: exaulizomai Transliteration C: eksavlizomai Beta Code: e)cauli/zomai

English (LSJ)

leave one's quarters, ἐ. εἰς κώμας go out of camp into villages, X.An.7.8.21; -ισάμενοι ἀνεμένομεν v.l. in Luc.VH1.37.

Spanish (DGE)

I 1levantar el campamentoἈσιδάτης ... ἐξαυλίζεται εἰς κώμας Asidates levanta el campamento en dirección a unas aldeas X.An.7.8.21.
2 acampar ἡμεῖς δὲ τὴν ἔφοδον ὑποπτεύοντες ἐξαυλισάμενοι ἀνεμένομεν Luc.VH 1.37 (cód.)
en perf. pas. estar situado fuera ἦσαν ἀλλογενεῖς καὶ τῆς ἐξ Ἰσραὴλ ἀγέλης ἐξηυλισμένοι Cyr.Al.M.69.596C.
II ref. a la madera desbastar, part. perf. pas., de troncos desgastados κατάξηρα καὶ ἐξαυλισμένα glos. a αὖα πάλαι Sch.Od.5.240.

German (Pape)

[Seite 874] dep. pass., aus dem Quartier aufbrechen, ausrücken, Xen. An. 7, 8, 21.

French (Bailly abrégé)

changer de campement ou de quartier, décamper.
Étymologie: ἐξ, αὐλίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαυλίζομαι: выселяться, воен. выступать (с места стоянки), переносить свою стоянку (εἰς κώμας τινάς Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαυλίζομαι: ἀποθ., ἐξέρχομαι τῆς αὐλῆς ἐν ᾗ διέμενον, ἐπὶ στρατοῦ, ἐξαυλισάμενοι ἀνεμένομεν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α. 37 (διαφ. γρ. ἐξοπλισάμενοι)· ὁ δὲ Ἀσιδάτης... ἐξαυλίζεται εἰς κώμας ὑπὸ τὸ Παρθένιον πόλισμα ἐχούσας, κατέλιπε τὴν θέσιν του καὶ ὑπῆγε καὶ ηὐλίσθη, κατέλυσεν εἰς κώμας, κτλ., Ξεν. Ἀν. 7. 8, 21.

Greek Monolingual

ἐξαυλίζομαι (AM) αυλίζομαι
βγαίνω από το στρατόπεδο και καταλύω κάπου («ἐξαυλίζεται εἰς κώμας», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἐξαυλίζομαι: μέλ. -ίσομαι, αποθ., εγκαταλείπω το σημείο στρατοπέδευσης, εξέρχομαι από το στρατόπεδο προς την πόλη, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ίσομαι
Dep. to leave one's quarters, to go out of camp into villages, Xen.