παράδυσις: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paradysis | |Transliteration C=paradysis | ||
|Beta Code=para/dusis | |Beta Code=para/dusis | ||
|Definition=εως, ἡ, | |Definition=-εως, ἡ, [[creeping in beside]], [[encroachment]], π. κατὰ μικρόν Id.17.27; παραδύσεις διδόναι τισί Plu.2.727a; αἱ τῶν Ἰουδαίων π. J.''BJ'' 3.7.9; <b class="b3">βέλους π.</b> ib. 4.7.4. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0478.png Seite 478]] ἡ, das Hinzuschleichen, Ios. u. a. Sp. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />[[action de pénétrer en se glissant]].<br />'''Étymologie:''' [[παραδύομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παράδῠσις:''' εως ἡ [[прокрадывание]], [[проползание]], [[проникание]]: παραδύσεις [[διδόναι]] τινί Plut. открывать кому-л. доступ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παράδῠσις''': ἡ, ἡ παρείσδυσις, τὸ παρεισέρχεσθαι, π. κατὰ μικρὸν Δημ. 219. 7· - παραδύσεις διδόναι τισὶ Πλούτ. 2. 727Α· αἱ τῶν Ἰουδαίων π. Ἰουδ. Πολ. 3. 7, 9. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[παραδύομαι]]<br />το να τρυπώσει [[κανείς]] [[κρυφά]] [[κάπου]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παράδῠσις:''' ἡ, ύπουλο [[πέρασμα]] από δίπλα, «[[τρύπωμα]]», [[διείσδυση]], σε Δημ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=παράδῠσις, εως, [from [[παραδύομαι]]<br />a creeping in [[beside]], [[encroachment]], Dem. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, creeping in beside, encroachment, π. κατὰ μικρόν Id.17.27; παραδύσεις διδόναι τισί Plu.2.727a; αἱ τῶν Ἰουδαίων π. J.BJ 3.7.9; βέλους π. ib. 4.7.4.
German (Pape)
[Seite 478] ἡ, das Hinzuschleichen, Ios. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de pénétrer en se glissant.
Étymologie: παραδύομαι.
Russian (Dvoretsky)
παράδῠσις: εως ἡ прокрадывание, проползание, проникание: παραδύσεις διδόναι τινί Plut. открывать кому-л. доступ.
Greek (Liddell-Scott)
παράδῠσις: ἡ, ἡ παρείσδυσις, τὸ παρεισέρχεσθαι, π. κατὰ μικρὸν Δημ. 219. 7· - παραδύσεις διδόναι τισὶ Πλούτ. 2. 727Α· αἱ τῶν Ἰουδαίων π. Ἰουδ. Πολ. 3. 7, 9.
Greek Monolingual
ἡ, Α παραδύομαι
το να τρυπώσει κανείς κρυφά κάπου.
Greek Monotonic
παράδῠσις: ἡ, ύπουλο πέρασμα από δίπλα, «τρύπωμα», διείσδυση, σε Δημ.
Middle Liddell
παράδῠσις, εως, [from παραδύομαι
a creeping in beside, encroachment, Dem.