δεκατάλαντος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dekatalantos
|Transliteration C=dekatalantos
|Beta Code=dekata/lantos
|Beta Code=dekata/lantos
|Definition=ον, [[weighing]] or [[worth ten talents]], λίθος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>276</span>; <b class="b3">δίκη δ</b>. an action [[in which the damages were laid at ten talents]], <span class="bibl">Aeschin.2.99</span>.
|Definition=δεκατάλαντον, [[weighing]] or [[worth ten talents]], λίθος Ar.''Fr.''276; <b class="b3">δίκη δ.</b> an action [[in which the damages were laid at ten talents]], Aeschin.2.99.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui vaut dix talents, de dix talents.<br />'''Étymologie:''' [[δέκα]], [[τάλαντον]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui vaut dix talents]], [[de dix talents]].<br />'''Étymologie:''' [[δέκα]], [[τάλαντον]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκᾰτᾰλαντος Medium diacritics: δεκατάλαντος Low diacritics: δεκατάλαντος Capitals: ΔΕΚΑΤΑΛΑΝΤΟΣ
Transliteration A: dekatálantos Transliteration B: dekatalantos Transliteration C: dekatalantos Beta Code: dekata/lantos

English (LSJ)

δεκατάλαντον, weighing or worth ten talents, λίθος Ar.Fr.276; δίκη δ. an action in which the damages were laid at ten talents, Aeschin.2.99.

Spanish (DGE)

(δεκᾰτάλαντος) -ον
• Prosodia: [-τᾰ-]
1 de diez talentos de peso λίθος Ar.Fr.286, λίθος δ. ὁλκήν Plu.Marc.15, ἄγκυρα Them.in Ph.132.23, βάρος Them.in Ph.207.16
subst. τὸ δ. peso de diez talentos Poll.9.54.
2 que vale diez talentos δ. δίκη proceso en el que se reclaman diez talentos Aeschin.2.99, δωρεαί Luc.Tim.12, γῄδιον Philostr.VS 615.

German (Pape)

[Seite 543] von zehn Talenten, λίθος, zehn Talente schwer, Ar. bei Poll. 9, 53; δεκατάλαντον καταφαγών Men. Poll. 9, 76; δίκη Aesch. 2, 99; δωρεαί Luc. Tim. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vaut dix talents, de dix talents.
Étymologie: δέκα, τάλαντον.

Russian (Dvoretsky)

δεκατάλαντος:
1 весом в десять талантов (λίθος Arph.);
2 стоимостью в десять талантов (δωρεαί Luc.);
3 касающийся суммы в десять талантов (δίκη Aeschin.).

Greek (Liddell-Scott)

δεκατάλαντος: -ον, ζυγίζων ἢ ἀξίζων δέκα τάλαντα, λίθος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 264, πρβλ. Μένανδ. Παρακατ. 5· - δίκη δ., διαδικασία, καθ' ἣν ἡ ζημία ὡρίζετο εἰς δέκα τάλαντα, Αἰσχίν. 41. 13.

Greek Monolingual

δεκατάλαντος, -ον (AM)
όποιος έχει βάρος ή αξία δέκα ταλάντων
αρχ.
φρ. «δεκατάλαντος δίκη» — διαδικασία κατά την οποία η ζημία οριζόταν σε δέκα τάλαντα.

Greek Monotonic

δεκατάλαντος: -ον (τάλαντον), ισάξιος με δέκα τάλαντα· δίκη δεκ., διαδικασία, κατά την οποία οι ζημιές υπολογίζονται στα δέκα τάλαντα, σε Αισχίν.

Middle Liddell

τάλαντον
worth ten talents: δίκη δεκ. an action in which the damages were laid at ten talents, Aeschin.