Χερσονησίτης: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(Bailly1_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | |||
|Full diacritics=Χερσονησίτης | |||
|Medium diacritics=Χερσονησίτης | |||
|Low diacritics=Χερσονησίτης | |||
|Capitals=ΧΕΡΣΟΝΗΣΙΤΗΣ | |||
|Transliteration A=Chersonēsítēs | |||
|Transliteration B=Chersonēsitēs | |||
|Transliteration C=Chersonisitis | |||
|Beta Code=*xersonhsi/ths | |||
|Definition=[ῑ], [[Χερσονησίτης]], later [[Χερρσονησίτης]], ου, ὁ, [[Chersonesite]], [[Chersonesian]], [[dweller]] in the [[Thracian]] [[Chersonese]], X.''HG''1.3.10, 3.2.8, D.5.25. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1351.png Seite 1351]] ὁ, att. χεῤῥονησίτης, der Bewohner einer Halbinsel, Xen. Hell. 1, 3,10. S. nom pr. | |||
}} | |||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />habitant de la Chersonèse de Thrace.<br />'''Étymologie:''' [[χερσόνησος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />habitant de la [[Chersonèse]] de [[Thrace]].<br />'''Étymologie:''' [[χερσόνησος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χερσονησίτης:''' [ῑ], μεταγεν., Αττ. χερρ-, -ου, ὁ, [[κάτοικος]] της Θρακικής χερσονήσου, σε Ξεν., Δημ. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χερσονησίτης:''' новоатт. χερρονησίτης, ου (ῑ) ὁ житель полуострова, преимущ. Херсонеса Фракийского Xen., Dem. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />a [[dweller]] in the Thracian [[Chersonese]], Xen., Dem. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χερσονησίτης''': νεώτερ. Ἀττ. χερρ-, ου, ὁ, [[κάτοικος]] τῆς Θρᾳκικῆς Χερσονήσου, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 10., 3. 2, 8, Δημ. 63. 17. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[Χερρονησίτης]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[κάτοικος]] της Θρακικής Χερσονήσου<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που προέρχεται από τη Θρακική Χερσόνησο («τυροῦ Χερρονησίτου», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χερσόνησος]] / [[χερρόνησος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[πολίτης]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:01, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], Χερσονησίτης, later Χερρσονησίτης, ου, ὁ, Chersonesite, Chersonesian, dweller in the Thracian Chersonese, X.HG1.3.10, 3.2.8, D.5.25.
German (Pape)
[Seite 1351] ὁ, att. χεῤῥονησίτης, der Bewohner einer Halbinsel, Xen. Hell. 1, 3,10. S. nom pr.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
habitant de la Chersonèse de Thrace.
Étymologie: χερσόνησος.
Greek Monotonic
χερσονησίτης: [ῑ], μεταγεν., Αττ. χερρ-, -ου, ὁ, κάτοικος της Θρακικής χερσονήσου, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
χερσονησίτης: новоатт. χερρονησίτης, ου (ῑ) ὁ житель полуострова, преимущ. Херсонеса Фракийского Xen., Dem.
Middle Liddell
a dweller in the Thracian Chersonese, Xen., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
χερσονησίτης: νεώτερ. Ἀττ. χερρ-, ου, ὁ, κάτοικος τῆς Θρᾳκικῆς Χερσονήσου, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 10., 3. 2, 8, Δημ. 63. 17.
Greek Monolingual
και Χερρονησίτης, ὁ, Α
1. ο κάτοικος της Θρακικής Χερσονήσου
2. ως επίθ. αυτός που προέρχεται από τη Θρακική Χερσόνησο («τυροῦ Χερρονησίτου», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < χερσόνησος / χερρόνησος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολίτης)].