παραπρεσβεία: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parapresveia
|Transliteration C=parapresveia
|Beta Code=parapresbei/a
|Beta Code=parapresbei/a
|Definition=ἡ, [[faithless]] or [[dishonest embassy]], <span class="bibl">D.21.5</span>; <b class="b3">περὶ τῆς π</b>., title of speeches by D. and Aeschin.; παραπρεσβείας κατακριθέντες Phld.<span class="title">Rh.</span>2.224 S.</span>
|Definition=ἡ, [[faithless]] or [[dishonest embassy]], D.21.5; <b class="b3">περὶ τῆς π.</b>, title of speeches by D. and Aeschin.; παραπρεσβείας κατακριθέντες Phld.''Rh.''2.224 S.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παραπρεσβεία -ας, ἡ [παραπρεσβεύω] corrupt gezantschap.
|elnltext=παραπρεσβεία -ας, ἡ [παραπρεσβεύω] [[corrupt gezantschap]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπρεσβεία Medium diacritics: παραπρεσβεία Low diacritics: παραπρεσβεία Capitals: ΠΑΡΑΠΡΕΣΒΕΙΑ
Transliteration A: parapresbeía Transliteration B: parapresbeia Transliteration C: parapresveia Beta Code: parapresbei/a

English (LSJ)

ἡ, faithless or dishonest embassy, D.21.5; περὶ τῆς π., title of speeches by D. and Aeschin.; παραπρεσβείας κατακριθέντες Phld.Rh.2.224 S.

German (Pape)

[Seite 495] ἡ, eine untreu verwaltete, wider die Absicht und den Befehl des Staates geführte Gesandtschaft, Dem. or. 19 u. Aesch. 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
ambassade malhabile ou malhonnête.
Étymologie: παρά, πρεσβεία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραπρεσβεία -ας, ἡ [παραπρεσβεύω] corrupt gezantschap.

Russian (Dvoretsky)

παραπρεσβεία:недобросовестно выполненная миссия, негодное выполнение посольских обязанностей Dem., Aeschin., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παραπρεσβεία: ἡ, ἡ παρὰ τὴν θέλησιν τῆς πόλεως γενομένη πρεσβεία, παράνομος καὶ δολία πρεσβεία, Δημ. 515. 27. Ἔχομεν αὐτοῦ τὸν λόγον περὶ παραπρεσβείας (Falsa Legatio) τοῦ Αἰσχίνου καὶ τὴν ἀπάντησιν τούτου.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ παραπρεσβεύω
παράνομη και δόλια πρεσβεία, πρεσβεία που γίνεται κατά παράβαση τών εντολών της πολιτείας και με αντεθνικούς σκοπούς («παρανόμων ἤ παραπρεσβείας... ἔμελλον αὐτοῦ κατηγορεῖν», Δημοσθ.)
αρχ.
φρ. «παραπρεσβείας γραφή»
(αττ. δίκ.) μήνυση που μπορούσε να υποβληθεί από κάθε Αθηναίο πολίτη εναντίον πρέσβεως της πατρίδας του, για πλημμελή διαγωγή, αμέλεια καθήκοντος, κακή διαχείριση ή ιδιοποίηση του δημόσιου χρήματος κατά την διάρκεια της αποστολής του.

Greek Monotonic

παραπρεσβεία: ἡ, δόλια αποστολή πρεσβείας, σε Δημ.

Middle Liddell

παρα-πρεσβεία, ἡ,
a dishonest embassage, Dem.