βαρυβρεμέτης: Difference between revisions
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=varyvremetis | |Transliteration C=varyvremetis | ||
|Beta Code=barubreme/ths | |Beta Code=barubreme/ths | ||
|Definition= | |Definition=βαρυβρεμέτου, ὁ, [[loud-thundering]], Ζεύς S.''Ant.''1117:—also [[βαρυβρομήτης]] [[πέτρος]] prob. in ''AP''7.394 (Phil.):—fem. βαρυβρεμέτειρα Orph.''H.''10.25. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
βαρυβρεμέτου, ὁ, loud-thundering, Ζεύς S.Ant.1117:—also βαρυβρομήτης πέτρος prob. in AP7.394 (Phil.):—fem. βαρυβρεμέτειρα Orph.H.10.25.
Spanish (DGE)
(βᾰρυβρεμέτης) -ου, ὁ que hace retumbar gravemente el trueno Ζεύς S.Ant.1117, SEG 34.1308 (Side I a./d.C.).
German (Pape)
[Seite 433] Ζεύς, laut donnernd, Soph. Ant. 1127.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui produit un bruit ou un grondement sourd.
Étymologie: βαρύς, βρέμω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρυβρεμέτης -ου βαρύς, βρέμω zwaar donderend (van Zeus). Soph. Ant. 1117.
Russian (Dvoretsky)
βαρυβρεμέτης: глухо гремящий, грохочущий, рокочущий (Ζεύς Anth.).
Greek Monolingual
βαρυβρεμέτης, ο (θηλ. βαρυβρεμέτειρα) (Α)
εκείνος που βροντά δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -βρεμέτης < βρέμω «κάνω πάταγο, κρότο»].
Greek Monotonic
βᾰρῠβρεμέτης: -ου, ὁ (βρέμω), αυτός που βροντά δυνατά, ηχηρά, σε Σοφ.· επίσης, βαρυ-βρομήτης (βρομέω), σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρυβρεμέτης: -ου, ὁ, ὁ ἠχηρῶς βροντῶν, Ζεὺς Σοφ. Ἀντ. 1117· -ὡσαύτως, -βρομήτης, πέτρος Ἀνθ. ΙΙ. 7. 394· θηλ. -βρεμέτειρα Ὀρφ. Ὕμν. 9. 25.