στρεβλωτήριος: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=strevlotirios | |Transliteration C=strevlotirios | ||
|Beta Code=streblwth/rios | |Beta Code=streblwth/rios | ||
|Definition=α, ον, [[racking]], [[torturing]], Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[λυγῶδες]]: [[στρεβλωτήριον]], | |Definition=α, ον, [[racking]], [[torturing]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[λυγῶδες]]: [[στρεβλωτήριον]], τό, [[rack]], [[LXX]] ''4 Ma.''8.13. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, racking, torturing, Hsch. s.v. λυγῶδες: στρεβλωτήριον, τό, rack, LXX 4 Ma.8.13.
German (Pape)
[Seite 953] folternd, marternd, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στρεβλωτήριος: -α, -ον, βασανίζων, βασανιστικός, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λύγος· - στρεβλωτήριον, τό, βασανιστήριον, στρέβλη, Ἰωσήπ. Μακκ. 8.
Greek Monolingual
-α, -ο / στρεβλωτήριος, -ον, ΝΑ
το ουδ. ως ουσ. το στρεβλωτήριο
η στρέβλη
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που βασανίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλῶ + επίθημα -τήριος (πρβλ. ἀναστομωτήριος)].