ἀλιπαρής: Difference between revisions
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aliparis | |Transliteration C=aliparis | ||
|Beta Code=a)liparh/s | |Beta Code=a)liparh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀλιπαρές, [[not fit for a suppliant]], <b class="b3">ἀ. θρίξ</b> dub. l. in S.''El.''451; expl. by Sch. as [[αὐχμηρά]], from [[ἀ-]] priv., [[λιπαρός]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br />[[magro]] στυγνὸν καὶ ἀλιπαρὲς ἐφόδιον ἔχουσα Cyr.Al.M.69.136C, | |dgtxt=-ές<br />[[magro]] στυγνὸν καὶ ἀλιπαρὲς ἐφόδιον ἔχουσα Cyr.Al.M.69.136C, ἀλιπαρῆ· αὐχμηρά Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:07, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀλιπαρές, not fit for a suppliant, ἀ. θρίξ dub. l. in S.El.451; expl. by Sch. as αὐχμηρά, from ἀ- priv., λιπαρός.
Spanish (DGE)
-ές
magro στυγνὸν καὶ ἀλιπαρὲς ἐφόδιον ἔχουσα Cyr.Al.M.69.136C, ἀλιπαρῆ· αὐχμηρά Hsch.
German (Pape)
[Seite 97] θρίξ Soph. El. 443, zw., nicht glänzend (Hesych. αὐχμηρά), nicht so wie es sich für den Betenden paßt, geschmückt. Br. u. Erf. haben die sich schon in den Schol. findende Lesart λυπαρής aufgenommen.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non oint, non brillant de parfums ; sans parure.
Étymologie: ἀ, λιπαρός.
Russian (Dvoretsky)
ἀλῑπᾰρής: без блеска, т. е. неубранный, неукрашенный (θρίξ Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῑπᾰρής: -ές, ἀκατάλληλος, ἀνάρμοστος εἰς ἱκετεύοντα· ἀλ. θρίξ (ἴσ. καὶ λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς λέξ. λιπαρός), οὐχὶ λιπαρὰ καὶ κεκαλλωπισμένη κόμη, Σοφ. Ἠλ. 451. Ἴδε σημ. Jebb.
Greek Monolingual
ἀλιπαρής, -ές (Α)
ακατάλληλος, ανάρμοστος σε ικέτη (άλλοι το «τὴν δ’ ἀλιπαρῆ τρίχα», Σοφ. Ηλ. 451, ερμηνεύουν απεριποίητη, ακαλλώπιστη κόμη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λιπαρός «στιλπνός, λείος, λαμπρός, κομψός»].
Greek Monotonic
ἀλῑπᾰρής: -ές, ακατάλληλος, ανάρμοστος για ικέτη, σε Σοφ.
Middle Liddell
not fit for a suppliant, Soph.