φιλογηθής: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filogithis
|Transliteration C=filogithis
|Beta Code=filoghqh/s
|Beta Code=filoghqh/s
|Definition=ές, only in Dor.form [[φιλογαθής|φῐλογᾱθής]]: ([[γῆθος]], [[γᾶθος]]):—[[joy-loving]], [[loving mirth]], [[mirthful]], <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>918</span> (lyr.).
|Definition=φιλογηθές, only in Dor. form [[φιλογαθής|φῐλογᾱθής]]: ([[γῆθος]], [[γᾶθος]]):—[[joy-loving]], [[loving mirth]], [[mirthful]], A.''Th.''918 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλογηθής Medium diacritics: φιλογηθής Low diacritics: φιλογηθής Capitals: ΦΙΛΟΓΗΘΗΣ
Transliteration A: philogēthḗs Transliteration B: philogēthēs Transliteration C: filogithis Beta Code: filoghqh/s

English (LSJ)

φιλογηθές, only in Dor. form φῐλογᾱθής: (γῆθος, γᾶθος):—joy-loving, loving mirth, mirthful, A.Th.918 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1279] ές, dor. φιλογαθής, die Freude liebend, die Fröhlichkeit liebend, Aesch. Spt. 901.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime la joie.
Étymologie: φίλος, γῆθος.

Russian (Dvoretsky)

φιλογηθής: дор. φιλογᾱθής 2 любящий веселье, жизнерадостный Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλογηθής: -ές, γεν. έος, μόνον ἐν τῷ Δωρικ. τύπῳ -γαθής· (γῆθος, γᾶθος)· ― ὁ φιλῶν τὴν εὐθυμίαν, εὔθυμος, φαιδρός, Αἰσχύλ. Θηβ. 918.

Greek Monolingual

και σπάν. τ. φιλογηθής, -ές, Α
αυτός που του αρέσει η ευθυμία, η φαιδρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -γαθής / -γηθής (< γῆθος < γήθω «ευφραίνω»), πρβλ. πλουτογαθής].

Greek Monotonic

φῐλογηθής: -ές, μόνο σε Δωρ. τύπο -γᾱθής, (γηθέω), αυτός που αγαπά το κέφι, κεφάτος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φῐλο-γηθής, ές only in doric form φιλο-γᾱθής] γηθέω
loving mirth, mirthful, Aesch.