τυρόνωτος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(4b)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tyronotos
|Transliteration C=tyronotos
|Beta Code=turo/nwtos
|Beta Code=turo/nwtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cheese-backed</b>, i. e. <b class="b2">spread with cheese</b>, πλακοῦντος κύκλος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span> 1125</span> (cf. [[τυροφόρος]]) —parodied from <b class="b3">Γοργόνωτος</b>.</span>
|Definition=τυρόνωτον, [[cheese-backed]], i.e. [[spread with cheese]], πλακοῦντος κύκλος [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]'' 1125 (cf. [[τυροφόρος]]) —parodied from [[Γοργόνωτος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1165.png Seite 1165]] mit einem Rücken von Käse, πλακοῦς, Ar. Ach. 1090.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1165.png Seite 1165]] mit einem Rücken von Käse, πλακοῦς, Ar. Ach. 1090.
}}
{{ls
|lstext='''τῡρόνωτος''': -ον, ὁ ἔχων τὰ νῶτα ἐκ τυροῦ, δηλ. κεκαλυμμένος ἢ πεπασμένος διὰ τυροῦ, ἢ [[ἁπλῶς]] ἔχων τυρόν, τυρόνωτον κύκλον πλακοῦντος Ἀριστοφ. Ἀχ. 1126 (πρβλ. [[τυροφόρος]]), ― κατὰ παρῳδίαν τοῦ [[σιδηρόνωτος]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />recouvert de fromage (gâteau).<br />'''Étymologie:''' [[τυρός]], [[νῶτον]].
|btext=ος, ον :<br />recouvert de fromage (gâteau).<br />'''Étymologie:''' [[τυρός]], [[νῶτον]].
}}
{{elnl
|elnltext=τυρόνωτος -ον &#91;[[τυρός]], [[νῶτον]]] [[met een korst van kaas erop]].
}}
{{elru
|elrutext='''τῡρόνωτος:''' шутл. с сырной спинкой ([[πλακοῦς]] Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''τῡρόνωτος:''' -ον, καλυμμένος με [[τυρί]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τῡρόνωτος:''' -ον, καλυμμένος με [[τυρί]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τῡρόνωτος:''' шутл. с сырной спинкой ([[πλακοῦς]] Arph.).
|lstext='''τῡρόνωτος''': -ον, ὁ ἔχων τὰ νῶτα ἐκ τυροῦ, δηλ. κεκαλυμμένος ἢ πεπασμένος διὰ τυροῦ, ἢ [[ἁπλῶς]] ἔχων τυρόν, τυρόνωτον κύκλον πλακοῦντος Ἀριστοφ. Ἀχ. 1126 (πρβλ. [[τυροφόρος]]), ― κατὰ παρῳδίαν τοῦ [[σιδηρόνωτος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τῡρό-νωτος, ον,<br />[[cheese]]-backed, [[spread]] with [[cheese]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡρόνωτος Medium diacritics: τυρόνωτος Low diacritics: τυρόνωτος Capitals: ΤΥΡΟΝΩΤΟΣ
Transliteration A: tyrónōtos Transliteration B: tyronōtos Transliteration C: tyronotos Beta Code: turo/nwtos

English (LSJ)

τυρόνωτον, cheese-backed, i.e. spread with cheese, πλακοῦντος κύκλος Ar.Ach. 1125 (cf. τυροφόρος) —parodied from Γοργόνωτος.

German (Pape)

[Seite 1165] mit einem Rücken von Käse, πλακοῦς, Ar. Ach. 1090.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
recouvert de fromage (gâteau).
Étymologie: τυρός, νῶτον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυρόνωτος -ον [τυρός, νῶτον] met een korst van kaas erop.

Russian (Dvoretsky)

τῡρόνωτος: шутл. с сырной спинкой (πλακοῦς Arph.).

Greek Monolingual

-ον, Α
(για πίτα)
1. αυτός που περιέχει τυρί
2. καλυμμένος ή πασπαλισμένος με τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + νῶτον (πρβλ. πορφυρό- νωτος)].

Greek Monotonic

τῡρόνωτος: -ον, καλυμμένος με τυρί, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τῡρόνωτος: -ον, ὁ ἔχων τὰ νῶτα ἐκ τυροῦ, δηλ. κεκαλυμμένος ἢ πεπασμένος διὰ τυροῦ, ἢ ἁπλῶς ἔχων τυρόν, τυρόνωτον κύκλον πλακοῦντος Ἀριστοφ. Ἀχ. 1126 (πρβλ. τυροφόρος), ― κατὰ παρῳδίαν τοῦ σιδηρόνωτος.

Middle Liddell

τῡρό-νωτος, ον,
cheese-backed, spread with cheese, Ar.